Στο μυθιστόρημα «Το 10» του Μ. Καραγάτση υπάρχει ένας χαρακτήρας που λέγεται Λούσης. Ή Νίκος Βασιλείου. Ή Fieber Walter. Ενας περιθωριακός τύπος, κοντός, στραβοπόδης, τερατολόγος, όπως τον περιγράφει ο συγγραφέας. Μπογιατζής που δηλώνει μεγαλοεργολάβος αλλά, κυρίως, κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας που υποτίθεται ότι τον περιμένει στην Ελβετία αλλά η γραφειοκρατία καθυστερεί την αποδοχή της. Στην πραγματικότητα, η μόνη που κληρονόμησε ήταν η γυναίκα του η Γεωργία, ξέσπασε όμως μεγάλος καβγάς ανάμεσα στον Λούση και την αδελφή της Γεωργίας, την Αννα, για τη μοιρασιά της «κληρονομιάς». Και όπως γράφει ο Καραγάτσης «…Τι περιουσία είχε η Γεωργία για να γίνει καβγάς ποιος θα την κληρονομήσει; Οταν είναι κανείς φτωχός, και το τελευταίο τετζερέδι παίρνει αξία…».
Εμένα όλο αυτό που γίνεται στο ΠΑΣΟΚ, με φόντο την Κεντροαριστερά, μου θυμίζει πολύ τον καβγά του Λούση για την «κληρονομιά» – το σχεδόν τίποτα δηλαδή – που είχε αφήσει η γυναίκα του. Και την άποψη ότι όσο μικρότερη είναι η κληρονομιά, τόσο περισσότερο πλακώνονται οι κληρονόμοι. Στην προκειμένη, βέβαια, περίπτωση η κληρονομιά δεν είναι ακριβώς μικρή. Είναι άδηλη.
Το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που πλήρωσε όσο κανένα άλλο την οικονομική κρίση. Το 2015, το άλλοτε κραταιό κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου στο τσακ μπήκε στη Βουλή. Πήρε στην πλάτη του όλες τις αμαρτίες ενός συστήματος που υπερβαίνει τα κόμματα και έχει να κάνει με το βαθύ κράτος. Ηταν δίκαιο; Οχι, διότι δεν έφταιγε μόνο το ΠΑΣΟΚ. Αλλά έγινε πράξη. Τι να κάνουμε, αυτά συμβαίνουν στην πολιτική. Από τότε, «ρίχνει αγκωνιές» στον ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει λίγα ακόμη τετραγωνικά μέτρα στον χώρο της Κεντροαριστεράς, ενώ το ποσοστό που πήρε στις τελευταίες ευρωεκλογές (12,8%), παρότι είναι το καλύτερο των τελευταίων χρόνων, είναι χαμηλότερο από αυτό που είχε πάρει στην πρώτη του εμφάνιση στις εκλογές του 1974 (13,8%).
Και γι’ αυτό (θεωρούν οι δελφίνοι που πολύ εύστοχα η Ντόρα Μπακογιάννη τούς αποκάλεσε «Δελφινάριο») φταίει ο Ανδρουλάκης. Δεν είναι, λένε, λαμπερός. Να συμφωνήσω ότι δεν σε «τυφλώνει» με τη λάμψη του, δεν χρειάζεσαι γυαλιά ηλίου για να τον αντικρίσεις, αλλά μήπως έχουμε ξεχάσει τι ακριβώς, ή έστω περίπου, σημαίνει «λάμψη» για έναν πολιτικό; Να ακτινοβολεί σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο; Μήπως και να αναβοσβήνει για μεγαλύτερο εφέ; Τα είδαμε και τα ποσοστά του Κασσελάκη που στο δόντι του το λευκό, του καρχαρία, αντανακλά το φως. Να θυμίσω έναν πολιτικό που, όταν πρωτοεμφανίστηκε, λέγαμε ότι έχει λάμψη και φεγγοβολάει; Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Να σας πω και έναν άλλο που δεν στραφτάλιζε καθόλου; Ο Κώστας Σημίτης. Ε, νομίζω ότι, συγκρίνοντας τις δύο περιπτώσεις, δεν χωράνε σχόλια.
Ο πολιτικός «λάμπει» όταν γοητεύει τους πολίτες. Και γοητεύει τους πολίτες όταν έχει να μοιραστεί μαζί τους ένα όραμα. Εδώ και χρόνια, δυσκολεύομαι να διακρίνω το όραμα του ΠΑΣΟΚ. Ισως μόνο το να πάρει ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που αυτό δεν είναι ακριβώς όραμα, είναι μπακαλόχαρτο με βερεσέδια.
Ενα καινούργιο όραμα λοιπόν χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ. Οχι καινούργιο αρχηγό που θα λέει πάλι τα ίδια και τα ίδια. Και, απ’ όσα άκουσα, αυτά λένε και οι «μνηστήρες» της Χαριλάου Τρικούπη. Δηλαδή κάτι αόριστα που «έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο» και πώς θα ρίξουν τον Μητσοτάκη. Ε, ούτε αυτό είναι όραμα. Είναι διασταύρωση έκθεσης από τη Βουλή των Εφήβων και της Μάρθας Καραγιάννη από το «Κάτι να καίει». Εκεί δεν έλεγε συνέχεια «Θέλω να φάω τη Βουγιουκλάκη»;
Η διαχείριση της ήττας
Σήμερα είναι η επέτειος της μάχης του Βατερλώ, όπου αποδεκατίστηκαν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Είναι μία καλή ευκαιρία για να θυμηθούμε ότι την Ιστορία, τελικά, δεν τη γράφουν ούτε οι νικητές ούτε οι ηττημένοι. Η ίδια η Ιστορία γράφει τα κεφάλαιά της όπως η ίδια θέλει. Και, στην προκειμένη περίπτωση, το έγραψε αναδεικνύοντας τον ηττημένο.
Δηλαδή, όταν ακούμε Βατερλώ, ποιοι έρχονται στον νου μας; Ο Ναπολέων που ηττήθηκε ή ο Ουέλινγκτον και ο Μπλίχερ που νίκησαν; Θέλω να πω πόσο μεγάλη σημασία έχει η διαχείριση της ήττας. Είτε αυτή γίνεται από την Ιστορία είτε από τον ηττημένο είτε ακόμη και από τον νικητή.