Αναρωτιέται κανείς γιατί να συνεχίζει να μιλάει ή να γράφει για τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού είναι πλέον βέβαιο πως οτιδήποτε και αν ειπωθεί ή γραφεί, όσο ευθύβολο ή αιχμηρό και αν είναι, θα καταχωριστεί σε έναν ωκεανό αντιδράσεων που, αν και εξέφρασαν επιφύλαξη ή και ευθεία αμφισβήτηση για το πρόσωπο του Στέφανου Κασσελάκη, τελικά μετασχηματίστηκαν σε μια δοξαστική επευφημία. Μια επευφημία που έστω και αν δεν είχε μια ευεργετική κατάληξη για τον ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν παύει να παραμένει ένα φαινόμενο προς εξέταση. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να επιδεικνύεσαι, να προκαλείς, να ξιπάζεσαι, ταυτίζοντας μάλιστα τις σχετικές συμπεριφορές με μία έκφραση καθαρότητας και ελευθερίας από πλευράς σου, όταν οι όροι της επίδειξης, της πρόκλησης και της ξιπασιάς, ακόμη και όταν αφήνουν με το στόμα θαυμαστικά ανοιχτό έναν ολόκληρο κόσμο, δεν παύουν να είναι συνώνυμοι με μια συνοικιακή αντίληψη για τη ζωή και για το καθετί που συμβαίνει γύρω μας. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως τόσο περισσότερο συνοικιακή αναδεικνύεται μια αντίστοιχη αντίληψη όσο πολυπληθέστερος γίνεται ο κόσμος που τη θαυμάζει, ακόμη και αν πρόκειται για ολόκληρη την υφήλιο.
Τι έχουμε τελικά με την επίδειξη, την πρόκληση και την ξιπασιά; Ποιος θα ενδιαφερόταν να συμπεριφερθεί με έναν αντίστοιχο τρόπο αν γνώριζε πως θα παρέμενε ο αποκλειστικός θεατής του εαυτού του γιατί η ουσιαστική χειραφέτηση ενός ευρέως συνόλου ανθρώπων θα το έκανε να γυρίζει αυθορμήτως την πλάτη σε οτιδήποτε συνιστά ένα «μέσον» προς άγραν εντυπώσεων και μόνο; Το περίεργο είναι πως καταδικασμένες στην κοινή συνείδηση συμπεριφορές αναγεννιούνται μέσα στο πέρασμα του χρόνου ως προοδευτικές και ενώ υπογραμμίζουν μια ολοφάνερη καθυστέρηση και μάλιστα οπισθοδρόμηση, τίποτα δεν τις εμποδίζει να εισπράττονται ως το άκρον άωτον της χειραφέτησης. Είναι τρομερό να σκεφτείς ότι μια συμπεριφορά που πριν από πενήντα χρόνια θα προκαλούσε τη θυμηδία, σήμερα θαυμάζεται και μάλιστα μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εξέλιξη. Φτάνει να θυμηθούμε τους σπουδαίους κωμωδιογράφους του περασμένου αιώνα, τον Δημήτρη Ψαθά, τον Κώστα Πρετεντέρη, τον Νίκο Τσιφόρο, τον Ασημάκη Γιαλαμά, που όταν ήθελαν να υπογραμμίσουν στα κινηματογραφικά τους σενάρια την ασχετοσύνη ενός χαρακτήρα σε σχέση με όσα συνέβαιναν γύρω του, κατέφευγαν πάντα στην παρουσία ενός σκύλου.
Eτσι οι ανεπανάληπτες καρατερίστες Νανά Σκιαδά, Μαρίκα Κρεββατά, Μαρίκα Νέζερ, ενσαρκώνοντας τις αμέριμνες, σε σχέση με μια εποχή που έβραζε, εμφανίζονταν να κρατούν ένα σκυλί στην αγκαλιά τους. Πώς έγινε τώρα και το συμπαθέστατο τετράποδο που συμβόλιζε την έκφραση μιας απολιτικής, με την ευρεία έννοια, στάσης, να εξελιχθεί και να αναδειχθεί σε τρόπαιο μιας ευαισθησίας αυτόχρημα πολιτικού χαρακτήρα; Μυστήριο; Oχι και τόσο βέβαια, αν σκεφτεί κανείς πως λέξεις και έννοιες αενάως χρησιμοποιούμενες στην πολιτική και αενάως διαψευδόμενες – στην πολιτική επίσης – όπως «δικαιοσύνη», «ευημερία», «ελευθερία», «αξιοκρατία», «αξιοπρέπεια», σε βαθμό που να συνιστούν πια εργαλεία, αν όχι παλαιομοδίτικα, οπωσδήποτε θαμπά και σκουριασμένα, οι πολιτικοί θεωρούν πως επαναλανσάροντάς τες με εγγύηση το άτομό τους μπορεί να λειτουργήσουν τόσο αποτελεσματικά ώστε τους κοντόφθαλμους στόχους τους να υπάρξουν και να έρθουν πρώτοι, να τους εκλαμβάνουμε ως ενός υψηλού επιπέδου όραμα.
Οσο το σύνδρομο μιας συνοικιακής αντίληψης των πραγμάτων, έστω και αν δραστηριοποιείται ή προσπαθεί να αντιμετωπίσει θέματα τεράστιας σημασίας, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα χειροκροτείται ως μια πολιτική υψηλών και ευρύτατων προδιαγραφών, το βέβαιο είναι πως καθετί μεγάλο θα υποχωρεί, για την κοινή συνείδηση, έως εξαφανίσεως, ενώ καθετί μικρό, μίζερο και συχνά γελοίο, αν και δεν προσφέρεται παρά μόνο για κουτσομπολιό, θα σου απονέμει τα εύσημα της χειραφέτησης γιατί δεν δίστασες να τα εκθέσεις σε κοινή θέα.