Για άλλα ήθελα να γράψω σήμερα, θλιβερά και γκρίζα και μίζερα, αλλά η επικαιρότητα, αναπάντεχη και αδιαπραγμάτευτη, έρχεται και σε βγάζει από το τώρα, που μπορεί και να μην το πολυγουστάρεις, και σε πάει πίσω, σου προκαλεί συνειρμούς, σε κάνει να προβάλεις το «χθες» στο «σήμερα». Και να βγάζεις ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Κάτι τέτοιο συνέβη όταν, χθες, έμαθα τον θάνατο της Ανούκ Εμέ την ώρα που ετοιμαζόμουν να γράψω πάλι για τη δελφινοκοκορομαχία στο ΠΑΣΟΚ. Δεν ήξερα καν ότι ζούσε ακόμη, πλήρης ημερών έφυγε ούτως ή άλλως, αλλά η είδηση με πήγε πίσω, σε ένα μακρινό καλοκαίρι και σε ένα θερινό σινεμά. Δεν θυμάμαι πότε ήταν, αλλά, με εκείνα τα περίεργα κόλπα που κάνει η μνήμη, έχω καταχωρίσει τη συγκεκριμένη ανάμνηση στο ίδιο ράφι με κάποιο ρεκόρ ή μετάλλιο του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου. Αρα πρέπει να ήταν 1971 ή 1972. Το «Ενας άνδρας και μια γυναίκα» με την Ανούκ Εμέ και τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν μάλλον θα ήταν ακατάλληλο, αλλά με κάποιον τρόπο είχα καταφέρει να τρυπώσω στο σινεμά. Κι εκεί, μέσα από τα ασπρόμαυρα πλάνα του Κλοντ Λελούς και τη χαρακτηριστική μουσική της ταινίας, «μυρίστηκα» για πρώτη φορά κάτι που με έφερε σε αμηχανία καθώς δεν ήξερα τι όνομα να του δώσω. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό που είχα «ανακαλύψει» σε εκείνον τον θερινό κινηματογράφο ήταν η γοητεία, που δεν έχει πάντα σχέση με την ομορφιά. Και ο ερωτισμός που δεν έχει πάντα σχέση ούτε με τον έρωτα ούτε με το σεξ (ακόμη κι αν ισχύει αυτό που έχει πει ο Μαρκ Τουέιν ότι, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ ερωτισμού και πορνογραφίας είναι ο φωτισμός).
Εκείνη την εποχή που ανυπομονούσα να γίνω γυναίκα (χωρίς να ξέρω ακόμη η χαζή ότι αυτό δεν είναι πάντα θέμα ηλικίας) στα περιοδικά κυριαρχούσαν οι εικόνες της Μπριζίτ Μπαρντό, της Τζέιν Φόντα, της Σοφία Λόρεν και από «δικές μας» της Λάσκαρη, της Καραγιάννη. Η Ανούκ Εμέ δεν ήταν πιο όμορφη από εκείνες. Φαινόταν μάλιστα και κάπως πιο μεγάλη. Γιατί λοιπόν με είχε συναρπάσει τόσο; Γιατί, απλούστατα, ήταν συναρπαστική. Χωρίς να είναι καθόλου προκλητική.
Βλέπω τις γυναίκες σήμερα. Ημιδιάσημες, διάσημες, σταρ. Πολύ νέες, λιγότερο νέες, μεγαλύτερες. Και διαπιστώνω ότι δεν προσπαθούν να δείχνουν όμορφες αλλά να φαίνονται σέξι και ποθητές. Πίστευα ότι αυτό θα περιοριζόταν κάπως ύστερα από την επέλαση της woke κουλτούρας που «άνοιξε τις πόρτες» σε όλα τα μεγέθη γυναικών. Τελικά, μην πω ότι το φαινόμενο έγινε ακόμη πιο έντονο. Στην εποχή που – πολύ σωστά και επιτέλους – η έμφυλη ισότητα έχει γίνει σημαία, η ομορφιά μιας γυναίκας καταγράφεται στη γλώσσα του Διαδικτύου με τα πόσα «εγκεφαλικά μοίρασε στους άνδρες».
Θα «μοίραζε εγκεφαλικά» η Ανούκ Εμέ; Δεν το πιστεύω. Το «φάτσα φόρα» τα προκαλεί – αν τα προκαλεί δηλαδή –, όχι το υπονοούμενο και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί μια γυναίκα, ένας άνδρας, ένα ζευγάρι. Και επειδή ζούμε στην εποχή του πρώτου, ο ακριβοθώρητος υπαινιγμός θέλει ειδικούς κωδικούς για να ξεκλειδώσει. Και χρόνο που δεν μας περισσεύει. Το είδαμε να συμβαίνει όταν πριν από μερικούς μήνες η Chanel έτρεξε μια καμπάνια με την Πενέλοπε Κρουζ και τον Μπραντ Πιτ στους ρόλους της Ανούκ Εμέ και του Ζαν Λουί Τρεντινιάν να αναπαριστούν μια σκηνή από το «Ενας άντρας και μια γυναίκα». Εξαιρετική παραγωγή, υπέροχη ατμόσφαιρα, πολλοί το αποθέωσαν και σε λίγη ώρα επέστρεψαν… στα «εγκεφαλικά».
Η είσοδος και η έξοδος
Τι είναι τελικά η γοητεία; Μετριέται; Αποτιμάται; Καλλιεργείται; Ποιος έχει πει ότι γοητευτικός είναι ο άνθρωπος που παίρνει την απάντηση «ναι» πριν προλάβει καν να θέσει την ερώτηση; Εχει, ας πούμε, σχέση με την εγκεφαλική σαγήνη; Δεν νομίζω. Το ένστικτο γαργαλάει και η γοητεία, με έναν άλλον όμως τρόπο.
Μου το έχει περιγράψει παραστατικά ένας καλός φίλος, μέγας καρδιοκατακτητής. «Υπάρχουν οι γυναίκες που όταν μπαίνουν σε ένα εστιατόριο όλοι γυρίζουν να τις κοιτάξουν, όταν όμως φεύγουν δεν τις προσέχει κανείς. Υπάρχουν και αυτές που όταν μπαίνουν δεν τις πολυπροσέχουν, αλλά όταν φεύγουν όλα τα βλέμματα στρέφονται επάνω τους». Η Ανουκ Εμέ ήταν από τις δεύτερες.