Συγχωρήστε την αφέλεια από την οποία πηγάζει η απορία που θα θέσω στην κρίση σας, αλλά είναι ένα κουσούρι από το οποίο δεν μπορώ πια να απαλλαγώ. Οταν βλέπω, λοιπόν, τον «γνωστό ποινικολόγο» να προσποιείται ότι φοράει χειροπέδες καθώς προσάγεται στον ανακριτή, γιατί μετά να πρέπει εγώ να πιστέψω τη συγγνώμη του; Κάποιος που έχει καταλάβει και έχει μετανιώσει για την πράξη του δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσποιηθεί για τίποτα. Δεν αποκλείω, ωστόσο, την περίπτωση η προσποίηση να ήταν επιλογή των αστυνομικών που έκαναν την προσαγωγή, όχι του δράστη. Στη λογική, πάνω κάτω, ότι σας γνωρίζουμε, δεν θα το σκάσετε, δεν υπάρχει λόγος να βάλουμε χειροπέδες, αλλά όταν περάσουμε μπροστά από τις κάμερες ρίξτε το σακάκι πάνω από τα χέρια σας να φαίνεται σαν να τις φοράτε. Κάπως έτσι θα έγινε, αλλά δεν κάνει διαφορά. Η ευθύνη για την προσποίηση παραμένει δική του και υπονομεύει τη γνησιότητα της συγγνώμης του.
Οπως εξήγησε ο γνωστός ποινικολόγος στη δημόσια απολογία του ενώπιον του φυσικού δικαστή του, δηλαδή των τηλεοπτικών καμερών, κάτι εντός του τον κατέλαβε και τον οδήγησε σε αυτή την αποτρόπαια πράξη. Ευχήθηκε μάλιστα «να μη βρεθεί άλλος άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση». Εννοούσε τον εαυτό του, βεβαίως, αλλά εγώ σκέφτηκα τη γυναίκα του, διότι σε εκείνη συνέβη το φρικώδες, εκείνη βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση, για να χρησιμοποιήσω τη δική του διατύπωση. Εκείνος, αντιθέτως, προκάλεσε την κατάσταση. Αυτός που ρίχνει το ξύλο είναι εκείνος που ελέγχει την κατάσταση, ενώ εκείνη που το τρώει απλώς την υφίσταται. Καλό είναι να ξεκαθαρίζουμε αυτές τις έννοιες, για να μην μπερδεύουμε και τους ρόλους: ο γνωστός ποινικολόγος παραμένει ο δράστης του βάναυσου ξυλοδαρμού της συζύγου του, δεν είναι το θύμα της «κατάστασης».
Από την υπόθεση δεν μπορούσαν να λείψουν και οι χιουμορίστες, που είδαν το περιστατικό ως ευκαιρία για χαβαλέ και βγήκαν να πουν, για τον δράστη, ότι η ομολογία της πράξης του «έχει ανδρικά χαρακτηριστικά». Ομολογώ ότι, παρότι μου το εξήγησαν, εγώ δεν το κατάλαβα το αστείο, γιατί πέραν των γνωστών διαφορών στη φυσιολογία και στο αναπαραγωγικό σύστημα μεταξύ ανδρών και γυναικών άλλα «ανδρικά χαρακτηριστικά» εγώ δεν γνωρίζω. Είχε γένια τριών ημερών η πράξη του, τρίχες στο στήθος της και – μετά συγχωρήσεως – πουλάκι; Αν τώρα ο χιουμορίστας θεωρεί ως ανδρικά χαρακτηριστικά την ευθύτητα και το θάρρος της ομολογίας, ας με συγχωρέσει αλλά δεν βλέπω καμία ευθύτητα και κανένα θάρρος στην προσποίηση με τις χειροπέδες. Γενικώς, αυτό που βλέπω στη συμπεριφορά του είναι τσαπατσουλιά και αδιαφορία για τις λεπτομέρειες.
Ούτε υπάρχει τίποτε «ανδρικό», με τη συγκεκριμένη έννοια, στον ισχυρισμό ότι η ιδέα για την πτώση από τη σκάλα ήταν της γυναίκας του και όχι του ίδιου. Πάλι θα ζητήσω συγγνώμη για τις εκφράσεις μου, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι αισχρό και ιταμό να εξισώνουμε τον δράστη με το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ενας άνθρωπος που επί δέκα λεπτά δέχεται χτυπήματα στο κεφάλι και στο σώμα, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, βγαίνει από την εμπειρία αυτή με μια ψυχολογική κατάσταση φόβου και αδυναμίας, που δεν είναι εύκολο να τη συλλάβουμε εμείς οι τρίτοι, αλλά έχουμε την ανθρώπινη υποχρέωση να φανταστούμε πώς μπορεί να είναι και να καταλάβουμε ότι η κακοποίηση αυτού του τύπου δεν αφήνει σημάδια μόνο στο πρόσωπο.
Η υπόθεση, όμως, έχει και μια σοβαρή πολιτική διάσταση, διότι αποκαλύπτει την πραγματική αδυναμία της κυβέρνησης απέναντι στις παγιωμένες νοοτροπίες του βαθέος κράτους, που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις. Πράγματι, ήταν η κυβέρνηση και προσωπικά ο Γιώργος Φλωρίδης που έφεραν τον νόμο βάσει του οποίου συνελήφθη ο «γνωστός ποινικολόγος» και μπράβο τους. Τι να την κάνω όμως τη θέσπιση της αυστηρότητας όταν δεν εφαρμόζεται στην πράξη; Δεν ήταν τυχαίο ότι και πάλι χρειάστηκε να παρέμβει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τούτη τη φορά επειδή ο «γνωστός ποινικολόγος» γλίτωσε την προφυλάκιση. Ευτυχώς για την αξιοπρέπεια του κράτους, την κατάσταση έσωσε και πάλι η προχειρότητα του ίδιου του δράστη, διότι με τις ενέργειές του διέπραξε νέο αδίκημα και έδωσε στις Αρχές την ευκαιρία να επανορθώσουν. Ομως το πρόβλημα στη Δικαιοσύνη δεν κρύβεται πια· το έχουμε αντιληφθεί όλοι.