Ενα συστατικό της κραταιότητος του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η ευκολία της διαγραφής στελεχών του ΠΑΣΟΚ που για διάφορους λόγους τον ενοχλούσαν. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, όμως, που απειλεί με διαγραφές πρόσωπα τα οποία δήλωσαν αντίπαλοί του για την ηγεσία του κόμματος, δεν θα γίνει κραταιός διώχνοντας τον Κωνσταντινόπουλο ή τον Χριστοδουλάκη. Απλώς, θα επισπεύσει τη διάλυση.
Αν θέλει όντως να γίνει κραταιός (στο κόμμα), ακόμα και καλοκαιριάτικα δεν έχει άλλη επιλογή από τη δημοκρατία. Να ακούσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, να πει τα δικά του, να συμβάλει ώστε το κόμμα να μη διχαστεί, να ευνοήσει τις συγκλίσεις και τις ωσμώσεις και, όταν δει τα πράγματα να εξομαλύνονται, να καταφύγει στις διαδικασίες. Σε ένα ανοιχτό συνέδριο, δηλαδή, απόψεων και όχι αντιπαράθεσης μηχανισμών και σε μια εκλογή, με συγκεκριμένο πλαίσιο. Και να χάσει, θα του πιστώνουν ότι το κόμμα δεν σκόρπισε.
Τι φοβάται; Μήπως βγει χαμένος από μια τέτοια εξέλιξη; Δεν ξέρω τι του λένε αυτοί που τον περιστοιχίζουν, αλλά ήδη είναι χαμένος. Πήρε ένα κόμμα που υπό ειδικές συνθήκες θα μπορούσε να έχει δυναμική και, με τις ετοιματζίδικες φασόν πολιτικές από κουτάκια με κλισέ, το έκανε να σέρνεται.
Ακούω τα επιχειρήματα της πλευράς του προέδρου. Πήρε ένα κόμμα στα όρια της επιβίωσης και συνέβαλε στο να πάρει διψήφιο ποσοστό. Αδύναμο επιχείρημα, με τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη στη δεύτερη θέση.
Αν θέλει ο πρόεδρος να καταλάβει πού βρισκόμαστε, ας ακούσει ακόμα και όσους τον αμφισβητούν. Και κυρίως ας δει όσα επικριτικά γράφονται, όσα συζητιούνται. Εκτός από ένας κορμός εξουσίας και εκτός από επικλήσεις των ίδιων πάντα γνωστών για «τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη», την ακόμα μεγαλύτερη σοσιαλδημοκρατία και την ανάγκη μιας ελληνικής Επινέ, το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι στεγνό. Δεν παράγει μυθολογίες, δεν παραπέμπει σε προοπτικές που να συγκινούν πολιτικές δυνάμεις. Δεν μιλάει για το αύριο – επικαλείται το χθες και (νομίζει ότι) τακτοποιεί, μέσα από τον κομφορμισμό του αρχηγού του, κάποια ζητήματα τρέχουσας πολιτικής που νομίζει ότι σηκώνουν αντιπολίτευση. Δεν λένε σε κανέναν τίποτα οι πύρινες τοποθετήσεις της Λίτσας Λιακούλη ούτε οι αυτάρεσκες ταυτίσεις του προέδρου με τον Πορτογάλο Αντόνιο Κόστα, τα στεγαστικά του προγράμματα και την περικοπή του ΦΠΑ – επειδή είναι άλλο πράγμα η Πορτογαλία κι άλλο η Ελλάδα και συνήθως δεν είναι πολιτικά αποτελεσματική η μηχανιστική μεταφορά πρακτικών από μια χώρα σε άλλη. Και κυρίως δεν λένε τίποτα σε όσους αγωνίστηκαν, τη δεκαετία της χρεοκοπίας και του λαϊκισμού, για να μείνει η Ελλάδα ευρωπαϊκή χώρα και να αλλάξει ταχύτητες. Δεν περίμεναν οι δυνάμεις αυτές ότι, έπειτα από όλη εκείνη την περιπέτεια, η σημερινή ηγεσία του κόμματος θα στύλωνε τα πόδια στη δυνατότητα δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων ή θα παρίστανε τον πράσινο ΣΥΡΙΖΑ. Και σίγουρα τους ήταν αδιανόητο το ότι, σήμερα, το ΠΑΣΟΚ ως συνιστώσα σε έναν κομματικό πόλο εξουσίας στα μέτρα του το διεκδικεί ως κι ο Τσίπρας!
Για όλα αυτά υπάρχουν ευθύνες. Και είναι βέβαιο ότι μέρος τους, το μεγαλύτερο, θα επιμεριστεί στον σημερινό πρόεδρο. Επειδή αυτός κάνει παιχνίδι, αυτός μετά την επικράτησή του έφτιαξε το κόμμα στα μέτρα του, αυτός έχει στην ουσία εξοβελίσει τις ιδεολογικές τάσεις και την ιδεολογική συζήτηση μέσα στο κόμμα φτιάχνοντας ένα μονολιθικό σχήμα που πορεύεται, όπως επισήμανε η Νάντια Γιαννακοπούλου χθες, με μπούσουλα τον «δημοκρατικό συγκεντρωτικό».
Κι είναι τεκμήριο των αστοχιών του ότι, πλέον, τον αμφισβητούν πρόσωπα που ο ίδιος είχε επιλέξει να στηρίξει. Δεν είναι αχάριστοι, όπως νομίζει ο πρόεδρος. Είναι ανήσυχοι για το μέλλον τους – πολιτικό και επαγγελματικό.