Τις τελευταίες μέρες διαβάζω όλο και πιο συχνά άρθρα και κείμενα για το ελληνικό καλοκαίρι που χάθηκε στη σκόνη, για την ανάπτυξη που το πήρε μέσα από τα χέρια μας, για την απόλυτη τουριστικοποίηση που μας έκλεψε τις καλοκαιρινές μας αναμνήσεις, από ‘δω το καλοκαίρι που πλενόμαστε με το λάστιχο στην αυλή, από ‘κει το καλοκαίρι της αυθεντικής χωριάτικης, μνήμες νοτισμένες σε ζουμιά καρπουζιού, κι ύστερα ήρθαν οι «βάρβαροι» και γέμισαν οι παραλίες ξαπλώστρες και ακρίβυναν τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια και εκτινάχθηκαν οι τιμές των καταλυμάτων και, γενικώς, το καλοκαίρι δεν ήταν αυτό που ήταν, αυτό που ξέραμε.
Συγγνώμη, τι είναι σήμερα όπως ήταν ή όπως το ξέραμε πριν από τριάντα πέντε και σαράντα χρόνια; Να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι μας; Είχαμε κάτι τηλεοράσεις σαν κιβώτια, «χοντρούτσικες» και με στρογγυλένες άκρες. Δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα ούτε λάπτοπ ούτε τάμπλετ, μη μιλήσω για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δεν υπήρχαν ούτε καν ως επιστημονική φαντασία στο μυαλό του Μαρκ Ζάκερμπεργκ.
Είχαμε ογκώδη συστήματα ήχου, τα CD ήταν η νουβοτέ της εποχής, μόλις είχαν εμφανιστεί οι κουζίνες με τις κεραμικές εστίες και για να βάλεις νέα τηλεφωνική γραμμή έπρεπε να περιμένεις μήνες. Στα σίριαλ, τις διαφημίσεις αλλά και τις καμπίνες των αεροπλάνων κάπνιζαν αρειμανίως, μόλις είχαν εμφανιστεί τα light προϊόντα και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι σόι πράγμα είναι αυτή η μπίρα χωρίς αλκοόλ. Οι τιμές; Ας μην μπω σε αυτή τη διαδικασία γιατί θα μελαγχολήσουμε. Αφού λοιπόν έχουν αλλάξει όλα, πώς θα έμενε ίδιο κι απαράλλαχτο το ελληνικό καλοκαίρι;
Το θέμα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας το ελληνικό καλοκαίρι ως μια καρτ ποστάλ, τύπου ο γαϊδαράκος με το ψάθινο καπέλο δίπλα σε μια ολάνθιστη βουκαμβίλια. Ή σαν σκηνή από το «Κορίτσια στον ήλιο». Ή σαν διαφήμιση μαγιό από το «Κατράντζος Σπορ». Ή σαν αφίσα του ΕΟΤ από αυτές που, κάποτε, σχεδίαζε ο Σπύρος Βασιλείου. Ή σαν ένα κομμάτι από παγωτό Vienneta. Δίκιο έχουν οι νεότεροι που βρίζουν εμάς, τους «μπουμερόστοκους», που μιλάμε για εκείνα τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1980 όπου στις παραλίες δεν υπήρχαν ομπρέλες και ουδείς είχε τατουάζ. Ή μούσια. Ασε που δεν χρησιμοποιούσαμε και αντιηλιακά, λίγο γιατί δεν υπήρχε τρύπα του όζοντος και λίγο γιατί ήμασταν και ωραίοι τύποι, κάπως χύμα στο κύμα.
Εχουν δίκιο διότι αυτό που, στην πραγματικότητα, νοσταλγούμε δεν είναι αυτό καθαυτό το καλοκαίρι που, νομοτελειακά, οι συνθήκες του δεν γίνεται παρά να αλλάξουν μέσα σε αυτά τα χρόνια, αλλά τα νιάτα μας. Τον εαυτό μας όπως ήταν τότε. Την ανεμελιά και τη ζωή που απλωνόταν μπροστά μας. Ναι, όλα ήταν πιο φτηνά, αλλά κι εμείς είχαμε λιγότερα χρήματα. Εξάλλου δεν μας ένοιαζαν οι παροχές ούτε οι ανέσεις. Είχαμε τα κορμιά μας, τις ικμάδες μας και τη διάθεσή μας. Ενα δωμάτιο για να κοιμηθούμε λίγες ώρες θέλαμε μόνο. Ολα τα άλλα τα είχαμε στα χέρια μας. Ή έτσι νομίζαμε.
Βεβαίως και το καλοκαίρι δεν ήταν όπως κάποτε. Οχι μόνο στην Ελλάδα, παντού. Και θυμάμαι τον πατέρα μου που το ’80 νοσταλγούσε τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1950. Και φαντάζομαι ότι μετά από τριάντα χρόνια τα ανίψια μου θα νοσταλγούν τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 2020. Γιατί αυτό είναι η ζωή. Μια σκυταλοδρομία νοσταλγίας που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον.
Μύθοι και αλήθειες
«Τρέχει» κι αυτός ο μύθος ότι το καλοκαίρι ήταν και θα έπρεπε ακόμη να είναι μια «εύκολη» εποχή. Από πού προκύπτει αυτό; Διάβαζα στο σάιτ του περιοδικού TIME ότι το καλοκαίρι (και νομίζω ότι ισχύει και στην Ελλάδα) γίνονται περισσότερα εγκλήματα, καταγράφονται περισσότερα ατυχήματα με θύματα εφήβους (κυρίως λόγω μέθης) και παιδιά και περισσότεροι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι πυρκαγιές είναι σε έξαρση, ενώ οι πολλές ώρες λειτουργίας των κλιματιστικών αυξάνουν κατακόρυφα την κατανάλωση ενέργειας. Και το χειρότερο; Για κάθε κάτοικο του πλανήτη αντιστοιχούν, τους καλοκαιρινούς μήνες, 17 εκατομμύρια έντομα.