Σύμφωνα με τον διευθυντή Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Νίκο Μιχαλόπουλο, στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου έχουμε σημαντικές βάσεις δεδομένων την τελευταία δεκαετία (2014-2023), παρατηρούμε μια σημαντική μείωση των συγκεντρώσεων των λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ 2.5) στους σταθμούς αστικού υποβάθρου κατά περίπου 35%. Επίσης, σε κανένα σταθμό δεν έχει αναφερθεί υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής (25 μg m3) της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στην Αθήνα, όπου έχουν γίνει και οι περισσότερες μελέτες έως την εποχή της οικονομικής κρίσης (2013), η κυριότερη πηγή – με συμμετοχή περίπου 40% – ήταν η κυκλοφορία αυτοκινήτων και η καύση βαρέος πετρελαίου για κίνηση πλοίων και οχημάτων αλλά και θέρμανση. Μετά την οικονομική κρίση η εικόνα αλλάζει άρδην και εμφανίζεται μια σημαντική νέα πηγή. Η καύση ξύλου, η οποία σε ετήσια βάση συμμετέχει στο 15% των επιπέδων των αιωρούμενων σωματιδίων (περισσότερο από την καύση πετρελαίου). Μάλιστα, στη διάρκεια του χειμώνα η καύση βιομάζας έχει την ίδια συμμετοχή με την κυκλοφορία αυτοκινήτων και την καύση βαρέος πετρελαίου. Αυτή η νέα πηγή έχει δυο επιπτώσεις: Αυξάνει τον ετήσιο μέσο όρο αλλά, κυρίως, αυξάνει τον αριθμό των υπερβάσεων.

Υπερβάσεις των ορίων

Ετσι, στην Αθήνα, με βάση τις μετρήσεις του εθνικού δικτύου ΠΑΝΑΚΕΙΑ, τους χειμερινούς μήνες ο αριθμός των υπερβάσεων του ημερήσιου ορίου των 25 μg/m3 που θα θεσπιστεί από τη νέα Οδηγία μπορεί να υπερδιπλασιασθεί (πάνω από 30 αντί για 18 που προβλέπονται), ενώ σε ψυχρές περιοχές όπως τα Ιωάννινα οι υπερβάσεις μπορεί και να πενταπλασιασθούν.

Οι επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της κλιματικής κρίσης. Οπως λένε, τα πεδία παρέμβασης για την περαιτέρω μείωση των επιπέδων των υπέρλεπτων σωματιδίων που θα οδηγήσει σε αύξηση του προσδόκιμου της ανθρώπινης ζωής αλλά και θα γλιτώσει τη χώρα μας από σημαντικά πρόστιμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφορούν τον περιορισμό ανθρωπογενών εκπομπών σε αστική κλίμακα, όπως στις πηγές για οικιακή θέρμανση (τζάκια, καυστήρες, στερεά καύσιμα), σε οδικές μεταφορές (αντιρρυπαντική τεχνολογία, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, υποδομές ΜΜΜ) και τέλος σε λιμάνια – βιομηχανίες (αλλαγή τύπου καυσίμων, έλεγχος εκπομπών). Και με δεδομένη την άμεση σύνδεση με την κλιματική κρίση, ο τελικός σκοπός είναι η άμεση απανθρακοποίηση και η γρηγορότερη είσοδος των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας.

Οσο μικρότερη η διάμετρός τους τόσο πιο επικίνδυνα

Κατά τους ειδικούς, το βασικό πρόβλημα έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση οφείλεται στα αιωρούμενα σωματίδια, ενώ η έκθεση σε αέριους ρύπους είναι εξίσου επιβαρυντική αλλά σε μικρότερο βαθμό. Για την ιστορία, τα αιωρούμενα σωματίδια παράγονται από φυσικές ή ανθρωπογενείς διεργασίες. Στην περίπτωση των αιωρούμενων σωματιδίων ισχύει ο κανόνας: Οσο μικρότερη είναι η διάμετρός τους τόσο βαθύτερα εισχωρούν στο αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου. Ετσι τα πολύ μικρά (τα υπέρλεπτα, της τάξης δηλαδή των νανομέτρων) μπορεί να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να φτάσουν μέχρι τον εγκέφαλο, κουβαλώντας σε τόσο κρίσιμα περιβάλλοντα ιδιαίτερα τοξικές ουσίες.

Αυστηρά όρια από τον ΠΟΥ

Για τον σκοπό αυτό, ο ΠΟΥ έχει θεσπίσει αυστηρά όρια για τα επίπεδά τους και ειδικότερα για τα πιο επικίνδυνα – τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ 2.5 ή σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από τα 2.5 μικρόμετρα) – να μην υπερβαίνουν τα 10 μικρογραμμάρια το κυβικό μέτρο το έτος και με τάση να μειωθούν στα πέντε από την 1η Ιανουαρίου του 2030. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, όμως, έχει πολύ υψηλότερα όρια (25 μικρογραμμάρια το κυβικό μέτρο – 25 μg/m3) το έτος και προτείνει από 1η Ιανουαρίου του 2030 να κατέβουν στα 10 μg/m3.

Μπορούν να μειωθούν

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, κάθε μικρογραμμάριο μείωσης έχει αξία. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, η επιστημονική ομάδα της ομότιμης καθηγήτριας Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κλέας Κατσουγιάννη εκτίμησε ότι μια μείωση στα επίπεδα του ΠΟΥ – των 10 μg/m3 – ισοδυναμεί με μείωση των πρόωρων θανάτων που συνδέονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση στη χώρα μας κατά 6.500, δηλαδή πάνω από το 50%. Οπότε, κατά τους ειδικούς, μια περαιτέρω μείωση στα 5 μg/m3 (το νέο όριο του ΠΟΥ) θα μπορούσε να έχει ακόμα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα.