Οσο πλησιάζει η καταληκτική ημερομηνία του Ιουλίου, όλο και περισσότερες είναι οι αφορμές που με κάνουν να αναλογιστώ τη Μεταπολίτευση. Και, ένα περίεργο πράγμα, οι πρώτες εικόνες που μου έρχονται στον νου είναι από δύο θεατρικά έργα. Το πρώτο είναι το «Μεγάλο μας τσίρκο 2», η συνέχεια της εμβληματικής παράστασης που είχαν ανεβάσει επί χούντας η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, σε κείμενο Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, με τον Νίκο Ξυλούρη επί σκηνής. Και όπου, πλέον, μπορούσαν να αναφερθούν στο Πολυτεχνείο, με τον θίασο να τραγουδά εκείνο το τραγούδι που ακόμη θυμάμαι: «Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ τον Βόλο γυρεύω τον γιο μου / Ορέστη απ’ τον Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη την κόρη μου θέλω / Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του χαμού».
Το άλλο ανέβηκε λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, το 1977, από τον Λεωνίδα Τριβιζά και το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο στο «Πορεία». «Ρωμέικο Πανόραμα» ήταν ο τίτλος του, σε κείμενο του Βαγγέλη Γκούφα, με μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη και μια αξέχαστη Μάγια Λυμπεροπούλου στον ρόλο του διαχρονικού έλληνα τσολιά, και όπως μαρτυρούσε ο υπότιτλος – «Πενήντα χρόνια δάκρυα, πενήντα χρόνια γέλιο» – αναφερόταν στην ελληνική ιστορία από τη Μικρασιατική Καταστροφή έως εκείνη την εποχή. Σήμερα ωστόσο συνειδητοποιώ ότι από τότε έως σήμερα έχουν περάσει τόσα, περίπου, χρόνια όσα είχαν περάσει από την καταστροφή της Σμύρνης έως εκείνη την παράσταση. Είναι αυτές οι συγκρίσεις και οι συνειρμοί που σε μελαγχολούν και, όσο και να θέλεις να τις αποφύγεις, έρχεται η πραγματικότητα και τις τρίβει στη μούρη σου, αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Θα μπορούσε αυτή η περίοδος των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης να έχει επίσης υπότιτλο «Πενήντα χρόνια δάκρυα, πενήντα χρόνια γέλιο»; Δεν νομίζω ότι είναι το δάκρυ και το γέλιο – και κατ’ επέκταση η λύπη και η χαρά – που «ζυγίζονται» εδώ. Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο η εξωστρέφεια και η εσωστρέφεια, ο κοσμοπολιτισμός και η εθνική μας ομφαλοσκόπηση, το χειροποίητο και το βιομηχανικό, ο έρωτας και το μίσος για τους ξένους. Ο Ελληνας και ο Ρωμιός. Το καταπληκτικό είναι ότι, πολύ συχνά, συνυπήρχαν αρμονικά και οι δύο πόλοι.
Αυτή η αντίθεση είναι ένα ακόμη από τα χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια, το αισθητικό μας προφίλ συνδύαζε εκείνο το «επιστροφή στις ρίζες» με το «παράθυρο στον κόσμο». Καλαθούνες, τσεμπέρια και βινίλ σορτς. Ρεμπέτικα και ντίσκο. «Κουμμουνιστική» διάλεκτος (τότε λέγαμε το ψωμί «καρβέλι» και τις Μαρίες «Μαριώ») και τα πρώτα οργανωμένα ταξίδια στο εξωτερικό.
Ενας «συνωστισμός» ήταν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ιδεών, αισθητικών, τάσεων, ρυθμών, απόψεων. Που, πολύ γρήγορα, καλλιέργησε αυτό που σήμερα θα λέγαμε «αυτοτρολάρισμα». Με την ίδια ευκολία που κατεβαίναμε στις αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις, περιπαίζαμε και τον επαναστατικό μας εαυτό. Και αυτό ήταν απίστευτα απελευθερωτικό για όσους από εμάς το έζησαν.
Η χίμαιρα του σεξισμού
Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει σήμερα. Οπου τα πάντα ερμηνεύονται έτσι ώστε να «υπηρετούν» έναν σκοπό ή ένα ιδεολόγημα. Διάβαζα χθες στο σάιτ free press εντύπου το κείμενο μιας κυρίας (η οποία μάλιστα έχει γράψει ένα μυθιστόρημα) όπου κατακεραυνώνει τον σεξισμό που, κατά τη γνώμη της, κυριαρχεί στη «Χίμαιρα» του Καραγάτση. Πιθανότατα η κυρία να ξέρει να γράφει λογοτεχνία αλλά, όπως επισήμανε σε σχετικό σχόλιό του ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, δεν ξέρει να διαβάζει λογοτεχνία, «…δεν κατανοεί καν τον ρόλο του συγγραφέα και τη σχέση του με το έργο και την κοινωνία». Της εποχής του εννοείται.
Πόσο στενόμυαλο είναι να θέλεις να ερμηνεύσεις το παρελθόν με κωδικούς του παρόντος. Αλλά και τη λογοτεχνία μέσα στο context της επικαιρότητας. Εχω την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο κείμενο γράφτηκε, εσκεμμένα ή τυχαία, με αφορμή την υπόθεση Λύτρα. Συγκρίνοντας όμως έναν καθ’ ομολογία κακοποιητή με ένα πρόσωπο σαν τον «Μηνά» της «Μεγάλης Χίμαιρας», ένα πρόσωπο σκοτεινό αλλά συγχρόνως ποιητικό, πολυδιάστατο όπως όλοι οι σπουδαίοι λογοτεχνικοί ήρωες, στην πραγματικότητα, χωρίς να το θέλεις, «ξεπλένεις» τον «γνωστό ποινικολόγο».