Η διαδρομή σας ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη.
Η μητέρα μου είναι από τα Γιάννενα, ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, είναι από την Πρεμετή. Πήγε μετανάστης στην Κωνσταντινούπολη, γνώρισε τη γιαγιά μου, η οποία ήταν από τη Θράκη. Είμαστε δηλαδή ένα βαλκανικό mix. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη όπου ήταν πολύ κλειστή η κοινωνία της ελληνικής κοινότητας. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, οπότε η ζωή κινούνταν σε τρεις άξονες: σχολείο – εκκλησία – μαγαζί, όπου πηγαίναμε τα καλοκαίρια για να μάθουμε τη δουλειά. Αυτή ήταν η φιλοσοφία που επικρατούσε στο σπίτι. Φαντάσου ότι τότε ήμουν οκτώ – εννέα ετών. Οχι παραπάνω. Επρεπε να ψηθούμε για να βγούμε στη ζωή παρότι δεν επιθυμούσαν να αναλάβουμε την επιχείρηση. Επεδίωκαν να σπουδάσουμε κι εγώ και ο αδελφός μου. Οι σπουδές έδιναν το κοινωνικό στάτους που ήταν ο σκοπός.
Ιδανικά τι ήθελαν οι γονείς σας να σπουδάσετε;
Οι Πολίτες έκαναν σπουδές πάνω στα οικονομικά διότι δραστηριοποιούνταν στις επιχειρήσεις και το εμπόριο. Ομως ως Κωνσταντινουπολίτες στην Ελλάδα είχαμε τη δυνατότητα να μπούμε με ειδικές εξετάσεις ομογενών στο Πανεπιστήμιο – οι σχολές ήταν πολύ συγκεκριμένες. Ή Φιλοσοφική ή Νομική. Ετσι κατέληξα στη Νομική. Το πάλεψα για μία πενταετία. Την πρώτη χρονιά παρακολουθούσα με επιμέλεια τα μαθήματα.
Τότε ήρθατε στην Ελλάδα;
Μετακομίσαμε στα γενέθλια των 13 μου χρόνων, το 1973. Υπήρχε μια ολόκληρη διαδικασία τότε για να φύγεις από την Κωνσταντινούπολη ως Ελληνας. Τα χρήματα από την εκποίηση – π.χ. πουλούσες ένα σπίτι – έπρεπε να μείνουν στο τουρκικό κράτος. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να βρει άλλους τρόπους για να μεταφέρει χρήματα στην Ελλάδα ούτως ώστε να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας εδώ. Μέχρι και την τελευταία ημέρα που θα φεύγαμε ο πατέρας μου δούλευε για να μην κινήσει υποψίες. Αφησε το μαγαζί του στον τούρκο υπάλληλό του στον οποίο και μεταπώλησε. Μάλιστα θυμάμαι ότι η ιδιοκτήτρια που οικήματος που ήταν Εβραία και έλειπε διακοπές στο Παρίσι δεν ήθελε να μείνει το μαγαζί σε Τούρκο. Περιπέτειες! Πρώτα όμως ήρθαν ο παππούς και η γιαγιά και έπειτα από επτά – οκτώ μήνες οι γονείς μου, εγώ και ο αδελφός μου.
Ολη αυτή η διαδρομή κάτω από αυτές τις συνθήκες πως «έγραψε» μέσα σας;
Είναι όλα μέσα στο βιβλίο μου «Στα θυρανοίξια της μνήμης», το οποίο είναι μια απάντηση στον Ορχάν Παμούκ, ο οποίος λέει στο βιβλίο του «Ιστανμπούλ» : «Εγινα συγγραφέας γιατί δεν έφυγα ποτέ από την Πόλη». Απαντώ ότι «εγώ θέλω να γίνω αλλά δεν μπορώ γιατί έφυγα χωρίς να θέλω από την Πόλη». Με τις φωτογραφίες που είχε βάλει μού ήρθαν όλες οι μνήμες και είδα πού ζούσα. Ζήλεψα πολύ διότι είπε κάτι για την Πόλη όπου εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω. Η αφήγηση στο βιβλίο μου αρχίζει από τη σκηνή που έζησα όταν, ύστερα από 20 χρόνια, επέστρεψα στο σπίτι μου στην Κωνσταντινούπολη, χτύπησα την πόρτα, με κοίταξε μια κυρία πίσω από την κουρτίνα και δεν μου άνοιξε. Μέσα σε αυτές τις σελίδες λοιπόν έβαλα εκτός από τη ζήλια, τον φόβο, την κλειστότητα.
Τα συναισθήματα που συνδέονται με την Ελλάδα ποια είναι;
Θα μιλήσω για τις εικόνες που κυριαρχούσαν. Στα κυριακάτικα τραπέζια επικρατούσε αυτό το αναμάσημα στους διαλόγους «εμείς εκεί τότε το κάναμε έτσι, εμείς εκεί…». Ακόμη και σήμερα η μητέρα μου κάνει συγκρίσεις με τη ζωή στην Πόλη.
Την ακούω συχνά ακόμα να το επαναλαμβάνει. Αυτή η φράση θα περάσει σαν πουλί ξαφνικά, όποια συζήτηση και να έχουμε. Δύσκολα γλιτώνεις από αυτό.
Δεν είναι κάτι τραυματικό βέβαια αλλά το κουβαλάς, όχι ως βάρος. Αυτή η Πόλη – όπου έζησα – δεν υπάρχει πια. Το συναίσθημα που διατρέχει αυτές τις μνήμες όμως είναι ο φόβος και η προσωρινότητα. Ο παππούς μου από τη δεκαετία του ’60 ήδη άρχισε να προετοιμάζει το μέλλον των παιδιών του στην Ελλάδα αγοράζοντας ένα σπίτι. Υπήρχε πάντα στην ατμόσφαιρα η φυγή.
Και όταν ήρθατε εδώ;
Ηταν όλα πιο φωτεινά και ανοιχτά, πιο ήσυχα. Κατ’ αρχάς μιλούσαν όλοι ελληνικά.
Αυτό στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να συμβεί με τόση άνεση. Στον δρόμο σχεδόν ποτέ δεν μπορούσαμε. Θυμάμαι τις πινακίδες στον δρόμο που έγραφαν «πατριώτη, μίλα τουρκικά». Στην Ελλάδα βρήκα τρομερή ελευθερία, η οποία κράτησε μέχρι και την εφηβεία.
Μετά τι έγινε; Τη χάσατε;
Μετά πήγα στο θέατρο παράλληλα με τη Νομική!
Τι αναζητούσατε στο θέατρο;
Υπήρχε η πολιτική ζύμωση. Ηρθα στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1973. Δύο μήνες αργότερα έγινε το Πολυτεχνείο. Θυμάμαι ήμασταν στην Πατησίων και άκουγα να λένε «έρχονται, έρχονται».
Αναφέρονταν στους διαδηλωτές των εργατικών συνδικάτων. Με συγκίνησε, ήταν πολύ ισχυρό. Ετσι αμέσως πολιτικοποιήθηκα χωρίς να μπορώ να καταλάβω τότε τι ακριβώς είναι αυτό! Ενιωθα ότι πρόκειται για κάτι σπουδαίο και μεγάλο.
Αρα και το θέατρο ήταν πολιτικό για εσάς;
Ναι, βέβαια, γιατί μέσα από την τέχνη πίστευα ότι μπορούμε ν’ αρθρώσουμε πολιτικό λόγο. Για μένα αυτό τότε ήταν σωτήριο. Αρχισα να διαβάζω πολιτικά κείμενα, για την αισθητική, για τον πολιτισμό, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα.
Αισθάνθηκα ξαφνικά ότι δεν μπορούσα να σκέφτομαι όπως παλιά ή όπως σκέφτονται όλοι. Αίφνης απέκτησα μια άλλη ταυτότητα.
Ο φόβος;
Δεν ήταν παρών. Είχε υποχωρήσει. Εμαθα για τον φόβο, όταν ήμασταν στην Πόλη, μέσα από αυτά που έλεγε ο πατέρας μου. «Φοβόμασταν» έλεγε.
Με ποια εικόνα έχετε συνδέσει τον φόβο;
Δεν είναι μια εικόνα αλλά μια καθημερινότητα. Ζούσαμε μια διπλή ζωή άλλη μέσα στο σπίτι και μια άλλη έξω. Είχαμε οδηγίες όταν ήμασταν έξω – να είμαστε πολύ σοβαροί, να μην εκφραζόμαστε έντονα, να έχουμε συγκεκριμένες κινήσεις, να μη λέμε πολλά πράγματα, να μην υποχρεώνουμε τη μαμά και τον μπαμπά να μας φωνάζουν και ταυτόχρονα θέλαμε να παίξουμε και να τρέξουμε.
Ηταν μια πολύ καλή άσκηση οικονομίας για το θέατρο. Υπήρχε μια απαγόρευση και η μόνιμη επιθυμία να την υπερβούμε. Επειτα ο φόβος μεταβλήθηκε σε κάτι άλλο.
Πώς τον διαχειριστήκατε μέσα στο θέατρο;
Υπήρχε ο φόβος να μην αποτύχω, να μη μείνω χωρίς δουλειά, να μη χάσω τα χρήματά μου από τον παραγωγό. Να μπορώ να επιβιώσω, να μην αναγκαστώ να τα παρατήσω.
Φτάσατε κοντά σε αυτό;
Βέβαια φλέρταρα για πολλά χρόνια. Μπήκα στην αγορά εργασία, προερχόμενος από τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να ανήκω στο Εθνικό Θέατρο, για παράδειγμα, και γενικά εκεί όπου γίνονται τα μεγάλα πράγματα, εκεί όπου ο κόσμος λέει ότι «εδώ είναι θέατρο».
Τι κόσμο συναντήσατε όταν αρχίσατε να εργάζεστε ως ηθοποιός;
Η πρώτη επαφή με τον κόσμο αυτό ήταν μέσα στη σχολή όπου δεν ήταν ακόμη ταξικά όπως είναι σήμερα. Είναι κοινό μυστικό ότι μόνο οι εύποροι μπορούν να κάνουν θέατρο.
Παλαιότερα λειτουργούσε ένα πλέγμα αλληλοϋποστήριξης. Υπήρχε το θέατρο της Καισαριανής, γίνονταν κινήσεις και προσπάθειες από ανθρώπους που επεδίωκαν να δημιουργήσουν δικά τους πράγματα και να επιβιώσουν μέσα από την τέχνη τους.
Σήμερα αυτό δεν υπάρχει. Τα μάτια τα δικά μου ήταν ενός παιδιού που ήρθε από την Πόλη και είναι πάντα στο περιθώριο, στην άκρη, σε μια μειονότητα.
Πότε αντιληφθήκατε αυτές τις συνθήκες του κόσμου που περιγράφετε;
Οταν άρχισα να μην τον φοβάμαι – μετά τα 50 μου χρόνια. Οταν ξεκίνησα να έχω βαθύτερη επικοινωνία με τον εαυτό μου.
Τι βοήθησε ν’ αποκτήσετε αυτή τη συνειδητότητα;
Η ψυχανάλυση. Ολα τα έκανα σε μεγάλη ηλικία. Το γράψιμο για παράδειγμα το άρχισα μετά τα 40, πανεπιστήμιο – θεατρολογία – στα 43. Μετά τα 40 άρχισε μια άλλη ζωή για μένα. Ετσι προσδοκώ το θέατρο να γίνει παρελθόν, να είναι κάποια στιγμή μια άλλη ζωή. Με χαρά το λέω.
Ποια άλλα θέματα διαχειριστήκατε μέσα από την ψυχανάλυση;
Οικογενειακά, θέματα που αφορούσαν την προσωπική μου ζωή, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζα – όπως όλοι οι άνθρωποι. Επιθυμούσα να συναντήσω τον εαυτό μου. Να γνωρίζω τις δυνατότητές του. Ξεκίνησα σε μια στιγμή που ήθελα ν’ αλλάξω. Με είχε κουράσει το θέατρο. Δεν μου έδινε αυτά που ήθελα.
Δεν σταματήσατε να δουλεύετε από τη στιγμή που ανεβήκατε στη σκηνή. Τι άλλο προσδοκούσατε;
Τα πάντα: λεφτά, δόξα. Ποιος δεν θέλει να γίνει διάσημος και να βγάλει χρήματα; Οταν αντιλήφθηκα ότι αυτό δεν συμβαίνει άρχισα να κουράζομαι. Αποφάσισα να τα διαχειριστώ καθώς επίσης και τις συνθήκες του θ΄θέατρο, άτρου. Ενα φουσκωμένο υπερεγώ πάει σε μια περιοχή όπου υπάρχουν πάμπολλα άλλα υπερεγώ. Είναι βέβαιο πως θα τραυματιστεί. Πρόκειται για μια αιματηρή μάχη.
Τραυματιζόμαστε με συνεχείς απορρίψεις. Μόνο αν έχουμε το εφόδιο του αναστοχασμού και της παρατήρησης μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε «γιατί το κάνω αυτό; Γιατί το θέλω τόσο πολύ;». Είναι ο μόνος τρόπος να σταθείς πάνω στη σκηνή χωρίς φόβο. Και αυτό είναι μια μεγάλη νίκη.