Πριν από λίγες μέρες ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας δήλωσε ότι «θα ήθελε να δει τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης να λειτουργεί». Αυτό έχει δημιουργήσει ελπίδες ότι θα μπορούσε να επιλυθεί ένα ζήτημα που λιμνάζει από τον Ιανουάριο του 1971 όταν το τουρκικό συνταγματικό δικαστήριο αποφάσισε την απαγόρευση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής. Τέτοιου είδους δηλώσεις έχουμε βέβαια ξανακούσει πολλές φορές στο παρελθόν, οπότε έχουμε κάθε λόγο να είμαστε επιφυλακτικοί.

Η Τουρκία ιστορικά έχει χρησιμοποιήσει το ζήτημα της Χάλκης ως διαπραγματευτικό όπλο στο πλαίσιο ενός ανατολίτικου παζαριού σε τέσσερα ταυτόχρονα μέτωπα.

¢Το πρώτο μέτωπο έχει να κάνει με τις ΗΠΑ. Τις τελευταίες δεκαετίες το αμερικανικό Κογκρέσο και σειρά αμερικανών προέδρων έχουν πιέσει την Τουρκία να ανοίξει τη Θεολογική Σχολή. Δημιούργησαν μάλιστα θέση «Πρέσβη θρησκευτικών ελευθεριών» με βασικό αντικείμενο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επίσης το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών με σειρά εκθέσεων τα τελευταία χρόνια κατακεραυνώνει την Τουρκία γι’ αυτό το θέμα. Η τουρκική απάντηση είναι πάντα τυποποιημένη: «Επεξεργαζόμαστε την κατάλληλη φόρμουλα που θα καταστήσει δυνατή την επαναλειτουργία της Χάλκης». Το ζήτημα αυτό επανέρχεται κάθε φορά που η Τουρκία θέλει να επιδείξει «καλή συμπεριφορά» προς τις ΗΠΑ για αποκόμιση ανταλλαγμάτων.

¢ Το δεύτερο μέτωπο είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Πολλαπλοί ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν καταστήσει σαφές στην Τουρκία ότι η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα άρει ένα σημαντικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της. Οι Τούρκοι λοιπόν περιμένουν ανταλλάγματα σε αυτό το μέτωπο.

¢ Το τρίτο μέτωπο έχει να κάνει με την Ελλάδα. Η Τουρκία χρησιμοποιεί τη Χάλκη ως μέσο για τη λειτουργία τζαμιού στην Αθήνα. Επίσης το χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό χαρτί στο πλαίσιο μιας κακώς νοούμενης αμοιβαιότητας μεταξύ ισχνής ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και της θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Πρόσφατα ο τούρκος πρόεδρος δήλωσε: «Εργαζόμαστε για να ανοίξει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Αναμένουμε την ίδια εποικοδομητική προσέγγιση από τη γείτονά μας όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα». Ετσι η Τουρκία οδηγεί την επίλυση του προβλήματος σε αδιέξοδο ζητώντας ανταλλάγματα υπέρ της μουσουλμανικής μειονότητας που εντέχνως χαρακτηρίζει ως τουρκική. (Αλλοιώνει δηλαδή τη φύση της μειονότητας από θρησκευτική σε εθνική). Αυτό που πρακτικά ζητάει η Τουρκία είναι να διορίζει μέσω του τουρκικού προξενείου τους μουφτήδες – μέσω μιας τάχα εκλογής «λαϊκής βάσης». Ο μουφτής όμως δεν είναι απλώς ένας θρησκευτικός λειτουργός, αλλά έχει και δικαστική δικαιοδοσία (ιεροδίκης) για όσους αποδέχονται την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου για την επίλυση των διαφορών τους.

¢ Το τέταρτο διαπραγματευτικό μέτωπο είναι το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Σχολής αμφισβητήθηκε από το τουρκικό κράτος και το ζήτημα «διευθετήθηκε» μέσω παζαριών όταν το Πατριαρχείο παραχώρησε ως αντάλλαγμα ένα αντίστοιχης μεγαλοπρέπειας κτίριο, αυτό της Εμπορικής Σχολής.

Η Τουρκία δεν παζαρεύει μόνο το αν θα ανοίξει η σχολή, αλλά και με τι όρους θα ανοίξει. Για το Ορθόδοξο Πατριαρχείο η Θεολογική Σχολή είναι ζωτικής σημασίας διότι εκπαιδεύει τον ανώτατο κλήρο και ιστορικά έχει αποτελέσει τη δεξαμενή σκέψης για κρίσιμα θέματα όπως η προώθηση της ενότητας των χριστιανικών Εκκλησιών, ορθοδόξων και ετεροδόξων. Συνεπώς η ανεξαρτησία της είναι προϋπόθεση για τη λειτουργία της. Από την πλευρά της η Τουρκία επιδιώκει την ένταξή της σε τουρκικό πανεπιστημιακό ίδρυμα ώστε να μπορεί να έχει λόγο στο πρόγραμμα διδασκαλίας και στην επιλογή διδασκόντων και διδασκομένων.

Με βάση την πιο πάνω ανάλυση, η Ελλάδα οφείλει να αποσυνδέσει τα ζητήματα θρησκευτικών ελευθεριών – δηλαδή ζητήματα τουρκικού αυταρχισμού – από τα ελληνοτουρκικά.

Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και συγγραφέας (με τον Κωνσταντίνο Κολιόπουλο) του βιβλίου «50 Κανόνες Στρατηγικής για τις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» (Δίαυλος 2023)