Κυκλοφορούν συχνά γλαφυρές κοινοτοπίες περί του ότι στην πολιτική δεν παίζουν ρόλο τα πρόσωπα αλλά τα κόμματα, οι ιδεολογίες και τα προγράμματα – λίγο ως πολύ πρόκειται για μηχανιστικές ερμηνείες του στυλ «πατάς το κουμπί και βγαίνει η χοντρή». Οτι ένα γεγονός γεννιέται τυφλά, χωρίς να υπάρχει κρίση, επιλογή, βούληση και χωρίς την απόφαση συγκεκριμένου ανθρώπου. Χωρίς το coup d’ oeil (τη ματιά, κατά τον Κλαούζεβιτς) του όποιου ηγέτη που παίρνει την πρωτοβουλία και την ευθύνη – αλλά δεν είναι έτσι. Η πολιτική δεν παράγεται ρομποτοειδώς από μια μηχανή βιοτεχνίας που παράγει πανομοιότυπα μπλουζάκια ή κομπινεζόν. (Πού τα θυμήθηκες;)
Η ηγεσία είναι – σχεδόν – το παν. Τίποτα δεν προκύπτει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, νομοτελειακά, από κισμέτ, ως εσχατολογικό αποτέλεσμα της πάλης και της κραιπάλης των τάξεων, ή από την οικονομίστικη δυναμική, αυτόματα. Και το ωραίο είναι πως εκείνοι που μειώνουν τη σημασία της ηγεσίας είναι συνήθως αυτοί που κατεξοχήν ψάχνουν για ηγέτη, λατρεύουν τον ηγέτη. Συνήθως, δε, τον ανακηρύσσουν, στο τέλος, και πατερούλη, πολιτικό sugar daddy, χρυσό πάπλωμα για όλους, που σκέφτεται πριν από εμάς για εμάς και είναι αλάθητος, ακόμα και αν χάσει πέντε φορές τις εκλογές μαζί με τα πασχάλια.
Τα πράγματα έχουν επαληθευτεί χιλιάδες φορές και με τον ίδιο τρόπο, αλλά υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που μιλούν για συλλογικές ηγεσίες, άμεση δημοκρατία (ενώ δύσκολα μπορείς να συνεννοηθείς ακόμα και με τη γυναίκα σου) και λαϊκά μέτωπα – αν αρχίσεις και ακούς για λαϊκά μέτωπα, μπουζουριέρες και συνεργασία των λαϊκών δυνάμεων, κάτι άσχημο συμβαίνει και κάτι χειρότερο έρχεται. Αμα ακούς για ξαφνικές συμμαχίες εκείνων που μέχρι χθες μισιούνταν με ενθουσιασμό, τότε τα πράγματα είναι δυσοίωνα. Η δήθεν ξαφνική αγάπη που κρύβει βαθιά αλληλο-περιφρόνηση στη βάση και φτιάχνει τυχοδιωκτική και μηχανιστική (πάλι) διευθέτηση στην κορυφή, τι χαΐρι να παραγάγει;
Επειτα: βλέπουμε πως όλα τα αριστερά κόμματα κυβερνώνται μόνο με δεξιό τρόπο – ας πούμε ο Τσίπρας έκανε το κόμμα του προσωποκεντρικό, αρχηγικό, το ίδιο και ο Βαρουφάκης και η Κωνσταντοπούλου και ο Κασσελάκης και ο Κουτσούμπας. Με ανάλογο τρόπο πορεύτηκαν ο Ανδρέας και ο Σημίτης. Ποιοι λοιπόν εξωθούν τον κόσμο να μετακομίσει στη συντήρηση, που τουλάχιστον είναι ειλικρινής, με την έννοια ότι λέει ευθέως πως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, ο καθείς έχει την ευθύνη του, ό,τι μπορούμε κάνουμε να βοηθήσουμε κοινωνικά κι όποιος αντέξει; Καθαρές εξηγήσεις μέσα στη σκληρότητά τους. Οχι λάβαρα, συνθήματα, αυταπάτες, επιλεκτικά παραμύθια περί ειρήνης και υποθωπείες.
Και το επιπλέον παράδοξο: αν ένα συντηρητικό κόμμα χάσει τις όποιες εκλογές αλλάζει αμέσως αρχηγό κι αυτό συμβαίνει σε έναν πολιτικό χώρο όπου υποτίθεται πως οργιάζει ο εγωισμός, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο: στα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα, σε περίπτωση ήττας κι όπου υποτίθεται πως προηγείται η αλληλεγγύη του «εγώ», βλέπουμε ωστόσο τα «εγώ» να μην παραιτούνται με τίποτε, να δαγκάνουνε την καρέκλα σαν κροκόδειλοι και η αλλαγή αρχηγού να είναι αγγαρεία, μακροχρόνια διαδικασία που καταντάει οδυνηρότερη της ήττας. Αλλά και να παραιτηθεί ο πρώην ηγέτης, ενίοτε πάλι θέλει να επιστρέψει, δουλεύει υπόγεια, με εμμονή αλυσοπρίονου, φτιάχνει ιδρύματα (άλλο σύνδρομο πτωχαλαζονείας κι αυτό) παρότι εζυγίσθη πολλές φορές, εμετρήθη και ευρέθη μετέωρος στην περιοχή της αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι.
Επομένως, μεγάλε: αν όχι όλα, πάντως σχεδόν τα πάντα είναι ο ηγέτης – το λένε οι σοφοί αρχαίοι Ελληνες και το έχουν εμπεδώσει ως και τα πρωινάδικα. Οτι δηλαδή κάθε στρατόπεδο είναι κυρίως θέμα διοικητού. Διότι ο ηγέτης συμπυκνώνει στο πρόσωπό του το κόμμα, την ιδεολογία, τις αξίες και τα οράματα του πολιτικού του χώρου, είναι ο δημόσιος εκπρόσωπος, ο Λόγος, το νόημα και η συμβολική παρουσία της όλης παράταξης. Και πρέπει να επιλέγεται κάποιος που είναι χαρισματικός, βαθύς γνώστης, επιδέξιος ρήτορας, ικανός, προορατικός και έχει το προνόμιο της αρετής. Αν ο ηγέτης είναι μέτριος, ντεκαφεϊνέ, ολίγιστος, ανεπαρκής και γκρίζος, τότε η δημόσια παρουσία του στραπατσάρει καθημερινά και όλο του το κόμμα, όσο ισχυρό και να είναι. Ενώ ένας αρχηγός που έχει τη δωρεά, το μεγάλο χάρισμα, την ενσυναίσθηση, το σπρέχεν, τη βαθιά γνώση και κατέχει την τέχνη της γοητείας, μπορεί ένα μικρό κόμμα να του δώσει φτερά, να το ανυψώσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Αυτή είναι η αλύγιστη αλήθεια, ιστορικά, και άγιος χωρίς θαύματα δοξολογιά δεν έχει.
Ενίοτε, δε, σπάνια, ο ηγέτης είναι πολύ ανώτερος του κόμματος ή ακόμα είναι τόσο αυτοφυώς άξιος που αίρεται και υπεράνω του πολιτεύματος χωρίς να το καταργεί – όπως ο Περικλής στην αρχαία Αθήνα. Και τότε, κατά τον Αριστοτέλη, έχουμε κατά βάση «ενός ανδρός αρχή» παρά το υπάρχον δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά αυτή είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Ο ηγέτης είναι η ψυχή και το πρόσωπο, η ίδια η υπόσταση ενός κόμματος, το οποίο όχι μόνο ενσαρκώνει αλλά και ξεπερνά – αλλά, βέβαια, πρέπει να βοηθάει και η συγκυρία.
Διότι υπάρχουν και ζόρικες εποχές όπου οι μεγάλοι ηγέτες σπανίζουν και αφθονούν οι αρχηγίσκοι. Τότε ενδέχεται να συμβεί κι εκείνο που περιγράφει ο ποιητής Γιώργος Λίκος:
Αρχηγοί αρχηγοί αρχηγοί
Πρόβατα πρόβατα πρόβατα