Η πολιτική, και η πρόσληψή της, έλκονται από την επιφάνεια αλλά μετριούνται, κι αναμετριούνται, με την ουσία. Η «ελαφριά» όψη της πολιτικής είναι εκείνη που αγκιστρώνει το ενδιαφέρον των πολιτών και δημιουργεί την αίσθηση, έστω την ψευδαίσθηση, μιας κάποιας συμμετοχής. Οταν όμως η ενασχόληση με τα επουσιώδη – που συχνά «σερβίρονται» ως ουσιώδη ή ως τα μόνα άξια προσοχής – καταλήγει να αποπροσανατολίζει από το τι πραγματικά συμβαίνει και διακυβεύεται, τότε στο μόνο στο οποίο συμμετέχουν όσοι πέφτουν στην παγίδα είναι στην έκπτωση της πολιτικής.
Αυτό συνέβη την αμέσως επόμενη των ευρωεκλογών εβδομάδα. Ενώ τέθηκαν μπροστά στα μάτια των πολιτών τα δύο μεγάλα, όσο και δυσεπίλυτα, προβλήματα των καιρών μας – πώς να αντιμετωπιστεί η άνοδος του αυταρχισμού χωρίς καταφυγή σε μεθόδους που τρέφουν τον αυταρχισμό και πώς να προωθηθεί ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής χωρίς διάρρηξη του κοινωνικού ιστού –, την επικαιρότητα και τις περί αυτήν αναλύσεις μονοπώλησαν, ειδικά στη χώρα μας, ζητήματα κατά την ταπεινή μου γνώμη πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα. Ενας ανασχηματισμός που δεν κόμισε τίποτα πέρα από την επιβεβαίωση της αδυναμίας ανανέωσης και ποιοτικής βελτίωσης της παρούσας κυβέρνησης. Μια εντελώς εκτός χρονισμού, με προσωποπαγή χαρακτηριστικά και έλλειψη πολιτικής ουσίας (που θα αποδειχθεί και από το ότι τελικά δεν θα συμβεί τίποτα) μάχη εξουσίας στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ενα γαϊτανάκι ονοματολογίας για τα ανώτατα ευρωπαϊκά αξιώματα, που δεν «γεμίζουν» με φθαρμένα πρόσωπα αλλά με τολμηρές πράξεις.
Την ίδια στιγμή λάμβαναν χώρα δύο ιδίως πολιτικές κινήσεις που θα επέτρεπαν – θα επέβαλλαν – το άνοιγμα του φακού. Η πρώτη ήταν η αντίδραση του γάλλου προέδρου στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές. Η απόφαση για διάλυση της Βουλής – καθόλου ξαφνική, όπως φάνηκε – υπηρετούσε ένα διπλό στοίχημα. Αφενός να φέρει τον γαλλικό λαό ενώπιον των ευθυνών του, πολύ κοντά στη «χαλαρή ψήφο» των ευρωεκλογών, αλλά αυτή τη φορά με ζητούμενο τη διακυβέρνηση της χώρας. Αφετέρου να αφαιρέσει από την Ακροδεξιά το άλλοθι ότι είναι αμόλυντη και ότι διαθέτει λύσεις για τα πάντα – ήδη, στις λίγες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας, όλες οι «λύσεις» της έχουν αποδειχθεί φούσκες. Από την άλλη, η ίδια μονομερής και αφ’ υψηλού απόφαση, προστιθέμενη σε σειρά αλαζονικών και άστοχων κινήσεων του γάλλου προέδρου (εγκατάλειψη του κεντρώου προφίλ και μετακίνηση προς τα δεξιά, προώθηση μιας ατζέντας «νόμου και τάξης», βίαιο πέρασμα μεταρρυθμίσεων για την κοινωνική ασφάλιση και την απασχόληση, αδυναμία να πιάσει τον παλμό της κοινωνίας συνδυασμένη με μεγαλοστομία και αυτοκρατορικό σύνδρομο), φουσκώνει, πέρα από τα όρια ανοχής της δημοκρατίας, το ρεύμα αντι-Μακρόν. Ενισχυμένη από την τάση του προέδρου να θεωρεί τον συνασπισμό των κομμάτων της Αριστεράς εξίσου βλαπτικό με τις ορέξεις της Ακροδεξιάς, η εκλογική δυναμική συρρικνώνει τις πιθανότητες να μπορέσει η Γαλλία να κυβερνηθεί, προσφέροντας, έτσι, επιπλέον επιχειρήματα στους εχθρούς της δημοκρατίας. Λιγότερο προβεβλημένη αλλά ίσως ακόμα πιο σημαντική ήταν η απόφαση της προερχόμενης από το κόμμα των Πρασίνων αυστριακής υπουργού Περιβάλλοντος να ψηφίσει, στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υπέρ του «Νόμου για την Αποκατάσταση της Φύσης», πηγαίνοντας κόντρα στη ρητή εντολή της κυβέρνησής της. Η μάλλον αντίθετη στους συνταγματικούς και δημοκρατικούς κανόνες υπέρβαση της κυβερνητικής πειθαρχίας επέτρεψε σε προστατευτικές του περιβάλλοντος, άρα της ανθρώπινης επιβίωσης, ρυθμίσεις να περάσουν με οριακή πλειοψηφία. Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα κοντινότερο στην τραγική, και ένδοξη, ουσία της πολιτικής.