Υπάρχει ένα πράγμα που αδυνατώ να καταλάβω. Τι με αναγκάζει, τι αναγκάζει τους γάλλους ψηφοφόρους να επιλέξουν ανάμεσα στην Εθνική Συσπείρωση (RN) και την Ανυπότακτη Γαλλία (LFI); Γιατί, από τη στιγμή που ο Μακρόν ανακοίνωσε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, το μόνο που συζητείται είναι η επιλογή ανάμεσα στους κληρονόμους του Ζαν-Μαρί Λεπέν (για να μην πω του Βισύ) και στους φίλους του Ζαν-Λικ Μελανσόν (για να μην πω των ισλαμιστών και της Χαμάς); Απ’ όσο γνωρίζουμε, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να ψηφίσει κανείς.

Υπάρχουν, σε καθεμία από τις 577 εκλογικές περιφέρειες, πολλοί τρόποι για να μην ακολουθήσει κανείς ούτε εκείνους που, όπως ο Σερζ Κλαρσφέλντ, στοιχηματίζουν ότι ο Μπαρντελά έχει αποδαιμονοποιηθεί και έχει διαγράψει με διάταγμα τον μητρικό αντισημιτισμό του κόμματός του, ούτε εκείνους που, όπως το μεγαλύτερο μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, πιστεύουν ότι απέσπασαν από τον Μελανσόν, σε μια γωνιά του τραπεζιού, μια σαφή καταδίκη του νεοαντισημιτισμού τον οποίο έχει κάνει, εδώ και χρόνια, έναν από τους πυλώνες της ρητορικής του.

Και αυτές οι λύσεις είναι οι υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών (LR) που αποκήρυξαν τον πρώην πρόεδρό τους, ο οποίος ξεπουλήθηκε αντί πινακίου φακής· είναι οι έντιμοι σοσιαλδημοκράτες, υπουργοί, πρώην υπουργοί ή απλοί ακτιβιστές, που δεν δέχονται να βλέπουν το κόμμα του Ρομπέρ Μπαντεντέρ να ενώνει τις δυνάμεις του με ανθρώπους που, την επομένη του Bataclan, διακήρυτταν ότι «δεν είναι Charlie»· είναι οι υποψήφιοι που δηλώνουν μακρονιστές, μία ετικέτα που ομολογώ πως ούτε εγώ καταλαβαίνω πώς έχει γίνει σχεδόν ακατανόμαστη· είναι άλλοι «διάφοροι αριστεροί», «διάφοροι δεξιοί», δεν ξέρω πόσοι, δεν έχω εκλογικό χάρτη στο κεφάλι μου, αλλά ξέρω ότι είναι πολλοί και ότι αυτό που έχουν κοινό είναι ότι δεν έχουν τίποτα κοινό με τη διπλή αθλιότητα του λαϊκισμού.

Εν ολίγοις, είναι λάθος να λέμε ότι το μόνο φράγμα στην Ακροδεξιά είναι αυτή η «ένωση της Αριστεράς» με κυρίαρχο έναν Μελανσόν, ο οποίος, ανάμεσα σε δύο εκρήξεις αντικοινοβουλευτισμού και νομιμοποίησης της τρομοκρατίας, τόλμησε ακόμη και να πει πως όταν ανέλαβε ο Λεόν Μπλουμ την εξουσία δεν ήταν «στο ίδιο επίπεδο» με τη Ματίλντ Πανό.

Είναι λάθος να λέμε ότι το ένα και μοναδικό εμπόδιο κατά της κατάληψης της Αριστεράς από αυτή τη βάναυση και κυνική Ακροαριστερά θα ήταν μια «ένωση των Δεξιών» υποταγμένη στην οικογένεια Λεπέν και φιλόξενη απέναντι σε παλιούς και νέους Ακροδεξιούς που περιμένουν τη νίκη ώστε να πάνε να δείρουν Aραβες και γκέι, ανήμποροι να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα του οποίου το μηχανικό αποτέλεσμα θα ήταν να εξαθλιώσει τους πιο ευάλωτους, να προκαλέσει έκρηξη της μαζικής ανεργίας και να βυθίσει τη Γαλλία στο χάος.

Και δεν βλέπω τι μας εμποδίζει, σε αυτή την κατακερματισμένη διαδικασία δύο γύρων που είναι οι βουλευτικές εκλογές, να ψηφίσουμε από τον πρώτο κιόλας γύρο υπέρ γυναικών και ανδρών που είναι έτοιμοι να σχηματίσουν, μόλις εκλεγούν, ένα τρίτο είδος ένωσης: την ένωση των έντιμων δημοκρατών και ρεπουμπλικανών.

Οι δημοσκοπήσεις λένε το αντίθετο; Φυσικά και το λένε. Θέτουν μόνο μία ερώτηση, και είναι πάντα η ίδια: «RN και LFI… τι προτιμάτε τελικά, την RN ή την LFI;». Και, ρωτώντας ξανά και ξανά, καταλήγουν να επιβάλλουν την ιδέα ότι δεν έχουμε στην πραγματικότητα επιλογή, ήδη από τώρα, παρά μόνο ανάμεσα σε αυτά τα δύο πρόσωπα της οικονομικής και πολιτικής φρίκης. Αλλά αυτός ο τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα είναι παράλογα ηττοπαθής.

Υπάρχει ακόμη η δυνατότητα – και είναι ένα ευγενές καθήκον – να εκλέξουμε μια Εθνοσυνέλευση που δεν θα θυσιάσει, ούτε την Ουκρανία, ούτε τη φιλία με το Ισραήλ, ούτε το ευρωπαϊκό όνειρο, ούτε την κοινωνική δικαιοσύνη. Η εξαγγελθείσα συμμαχία όλων εκείνων που έχουν το θάρρος να απορρίπτουν και τους δύο λαϊκισμούς πρέπει και μπορεί να επικρατήσει.

Ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι γάλλος φιλόσοφος. Το κείμενό του δημοσιεύτηκε στη στήλη του στο περιοδικό «Le Point» και παραχωρήθηκε ευγενώς στα «ΝΕΑ»