Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Γαλλία αντιμετωπίζει μια περίπλοκη κατάσταση που θα μπορούσε να επιδεινωθεί στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, κάτι που δεν αρέσει στους επενδυτές. Οποια κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές θα έχει δυσκολία να συμφωνήσει για περικοπές δαπανών, που είναι απαραίτητος όρος για γρήγορη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος. Εξάλλου, η Γαλλία έχει τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Την ίδια στιγμή, η Ιταλία θα έχει τον μεγαλύτερο όγκο χρέους στην Ευρώπη σε μόλις τρία χρόνια, λένε οι αναλυτές του του οίκου Scope. Η προοπτική αυτή προσθέτει πίεση στον συνασπισμό της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι να λάβει διορθωτικά μέτρα. Οι επενδυτές έχουν δώσει στη Μελόνι το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, καθώς η διαφορά των ιταλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών ισοδύναμων – βασικός δείκτης κινδύνου στην περιοχή – έχει πέσει στις αρχές του 2024 στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Πιερ Κάρλο Παντοάν κλήθηκε να εξηγήσει τις καλές προοπτικές για τις αγορές. Σε μια συζήτηση που διοργάνωσε το American Enterprise Institute, υπέθεσε ότι αφορά πάνω απ’ όλα την πολιτική: «Ενα πράγμα πρέπει να αναγνωριστεί: ότι η σημερινή κυβέρνηση, που είναι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, είναι πολύ σταθερή. Η πολιτική σταθερότητα είναι κάτι που η Ιταλία δεν απολαμβάνει όλη την ώρα».

Η ΕΚΤ. Από την πλευρά της η ΕΚΤ δεν έχει ξεκινήσει συζήτηση για Γαλλία και Ιταλία, τουλάχιστον, όχι επισήμως. Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ αφενός γνωρίζει πολύ καλά τη γαλλική οικονομία και πολιτική, αφετέρου έχει αφήσει προς το παρόν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ESM με συστάσεις και εποπτεία λόγω υπερβολικών ελλειμμάτων. Αυτό λύνει και τα χέρια της ΕΚΤ να κάνει χρήση, πέραν των παραδοσιακών εργαλείων, των TPI και OMT. Πρόκειται για δύο εργαλεία «μπαζούκας», τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα. Το ΟΜΤ δημιουργήθηκε επί Ντράγκι την προηγούμενη δεκαετία. Παρεμβαίνει στην αγορά και διορθώνει τα spreads, αλλά απαιτεί απόφαση από το Eurogroup και επιβάλλει μια μορφή «μνημονίου». Το TPI δημιουργήθηκε το 2022, όταν οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ ράπιζαν τις αποδόσεις σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο και ειδικά τα ομόλογα της Ιταλίας. Παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά, χρειάζεται απόφαση μόνο από την ΕΚΤ, διορθώνει κερδοσκοπικά φαινόμενα και ταυτόχρονα απορροφά ρευστότητα για να μην ανέβει ο πληθωρισμός. Ομως, ζητά από το κράτος – μέλος, το οποίο θα βοηθηθεί να δεσμευτεί και να τηρήσει συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα.

Ελληνικό χρέος. Πάντως, η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο επίκεντρο. Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης έχει βελτιωθεί, έχει μάθει από την κρίση του 2008, ενώ το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο στο διηνεκές με πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% ετησίως. Παράλληλα, το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει επίσης φέτος τις πρόωρες αποπληρωμές τριών δόσεων των διμερών δανείων (GLF) του πρώτου Μνημονίου ύψους 7,935 δισ. ευρώ που αφορούν την περίοδο 2026 – 2028, ενώ θα μειώσει τον βραχυχρόνιο δανεισμό μέσω των εντόκων από τα 11,7 δισ. ευρώ στα 8 δισ. ευρώ ως το τέλος του έτους, κινήσεις που βλέπουν με καλό μάτι οι αγορές. Η ανάλυση βιωσιμότητας δείχνει επίσης ότι καθώς το 75% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών με κλειδωμένα χαμηλά επιτόκια, η χώρα δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα μετά το 2032, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος για τα μνημονιακά δάνεια ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ από τον EFSF και αρχίζουν οι αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων (περίπου 20-25 δισ. ευρώ).