Ο σημαντικότερος ίσως ιδρυτής των ΗΠΑ και πρόεδρος της χώρας, Τόμας Τζέφερσον, δεν έτρεφε καμία εμπιστοσύνη στις απαρχαιωμένες αμερικανικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, γι’ αυτό και δεν έγραφε «επιστολές ελεύθερα». Δυστυχώς, αν ζούσε σήμερα, δεν θα άλλαζε γνώμη.
Από το 2015, οι αξιωματούχοι της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ έχουν λάβει περισσότερα από 60.000 αιτήματα από ομοσπονδιακούς πράκτορες και αστυνομικούς για άνοιγμα αλληλογραφίας.
Όπως αποκάλυψε αποκλειστικό ρεπορτάζ της The Washington Post, στο 97% των περιπτώσεων, τα ταχυδρομεία έχουν δέχονται να ελέγχονται επιστολές και πακέτα.
Έτσι, κάθε χρόνο, χιλιάδες πληροφορίες και προσωπικά δεδομένα από χιλιάδες επιστολές και πακέτα Αμερικανών πέφτουν στα χέρια των αρχών επιβολής του νόμου, καταγράφοντας τα ονόματα, τις διευθύνσεις και άλλες λεπτομέρειες από το εξωτερικό των κουτιών και των φακέλων χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση.
Οι επιθεωρητές ταχυδρομείων λένε ότι ικανοποιούν τέτοια αιτήματα μόνο όταν η παρακολούθηση της αλληλογραφίας μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό ενός φυγόδικου ή στη διερεύνηση ενός εγκλήματος.
Κάθε αίτημα μπορεί να καλύπτει ημέρες ή εβδομάδες αλληλογραφίας που αποστέλλεται προς ή από ένα άτομο ή διεύθυνση.
Οι επιθεωρητές ταχυδρομείων κατέγραψαν περισσότερες από 312.000 επιστολές και δέματα μεταξύ 2015 και 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία.
Η τεχνική επιτήρησης, γνωστή ως πρόγραμμα κάλυψης αλληλογραφίας, χρησιμοποιείται εδώ και καιρό από επιθεωρητές ταχυδρομείου για να βοηθήσει στον εντοπισμό υπόπτων ή αποδεικτικών στοιχείων.
Η πρακτική είναι νόμιμη και οι επιθεωρητές είπαν ότι μοιράζονται μόνο ό,τι μπορούν να δουν στο εξωτερικό της αλληλογραφίας.
Μπορεί η Τέταρτη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος να απαιτεί ένταλμα για να διαβάσει κάποιος το εσωτερικό της αλληλογραφίας, αλλά οι ταχυδρομικές υπηρεσίες αρνούνται σταθερά να πουν πόσο συχνά λένε ναι σε τέτοια αιτήματα για λόγους ασφαλείας.
Για αυτόν τον έλεγχο, η υπηρεσία είπε ότι είχε εγκρίνει περισσότερα από 158.000 αιτήματα από ταχυδρομικούς επιθεωρητές και αξιωματούχους επιβολής του νόμου τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια.
Η Εσωτερική Υπηρεσία Εσόδων, το FBI και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ είναι οι τρεις υπηρεσίες που πρωτοστατούν σε αιτήματα ελέγχου αλληλογραφίας.
Παρέμβαση γερουσιαστών: «Δώστε πληροφορίες»
Σε μια επιστολή τον Μάιο του 2023, μια ομάδα οκτώ γερουσιαστών, μεταξύ των οποίων ο Ρον Γουάιντεν, Ραντ Πωλ και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, προέτρεψαν την υπηρεσία να απαιτήσει από έναν ομοσπονδιακό δικαστή να κοινοποιήσει περισσότερες λεπτομέρειες για το πρόγραμμα, λέγοντας ότι οι αξιωματούχοι επέλεξαν να «παρέχουν αυτήν την υπηρεσία επιτήρησης και να κρατούν τους ταχυδρομικούς πελάτες στο σκοτάδι για το γεγονός ότι έχουν τεθεί υπό παρακολουθηση».
Ο επικεφαλής της ταχυδρομικής υπηρεσίας, Γκάρυ Μπαρκστντέιλ είχε απαντήσει στους γερουσιαστές τον Ιούλιο του 2023 , ότι το πρόγραμμα δεν ήταν μια «μηχανή παρακολούθησης μεγάλης κλίμακας» και επικεντρώθηκε μόνο στην αλληλογραφία που θα μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία και τις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας «να εκτελέσουν τις αποστολές τους και να προστατεύσουν το αμερικανικό κοινό».
Η πρακτική, πρόσθεσε, είχε εγκριθεί νόμιμα από το 1879, ένα χρόνο αφότου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρειάζονταν ένταλμα πριν ανοίξουν οποιαδήποτε σφραγισμένη επιστολή.
«Δεν υπάρχει εύλογη προσδοκία για το απόρρητο όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται στο εξωτερικό της αλληλογραφίας», έγραψε ο Μπαρκστντέιλ.
«Αυτά τα νέα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι χιλιάδες Αμερικανοί υπόκεινται σε παρακολούθηση χωρίς ένταλμα κάθε χρόνο και ότι η Υπηρεσία Ταχυδρομικής Επιθεώρησης σφραγίζει σχεδόν όλα τα αιτήματα που λαμβάνουν» δήλωσε ο Γουάιντεν.
Ο γερουσιαστής μάλιστα επέκρινε την ταχυδρομική υπηρεσία ότι «αρνείται να αυξήσει τα πρότυπά της και απαιτεί από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου που παρακολουθούν το εξωτερικό της αλληλογραφίας των Αμερικανών να εξασφαλίζουν πρώτα δικαστική εντολή, η οποία ήδη απαιτείται για την παρακολούθηση των emails»
Στην επιστολή τους πέρυσι, οι γερουσιαστές ανέφεραν ότι ακόμη και το εξωτερικό της αλληλογραφίας θα μπορούσε να είναι βαθιά αποκαλυπτικό για πολλούς Αμερικανούς, δίνοντας στοιχεία για τους ανθρώπους με τους οποίους μιλάνε, τους λογαριασμούς που πληρώνουν, τις εκκλησίες στις οποίες παρευρίσκονται, τις πολιτικές απόψεις στις οποίες προσυπογράφουν και κοινωνικούς λόγους που υποστηρίζουν.