Τι είναι ο Μ. Καραγάτσης. Αν πιστέψουμε την (άγνωστή μου έως προχθές) συγγραφέα Ρένα Λούνα («Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η “Μεγάλη χίμαιρα” και οι έμφυλες ταυτότητες», «Lifo», 20/6/2024), είναι ο συγγραφέας που υπηρέτησε «το πατριαρχικό textbook» της εποχής του, το οποίο «και σήμερα ακόμα βράζει ακριβώς από κάτω μας». Κι η «Μεγάλη χίμαιρα», ένα από τα έργα του, «είναι μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό». Με άλλα λόγια, ο Καραγάτσης είναι η απόδειξη του πατριαρχικού παρελθόντος μας που διαιωνίζεται στο παρόν μας, το έργο του είναι ένα αρχέτυπο της πατριαρχικής βαναυσότητας της εποχής μας και η παρουσίαση της Μαρίνας, της ηρωίδας του, σ’ αυτό («πώς είναι δυνατό ο συγγραφέας της να τη μισεί τόσο, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να την καμαρώνει και να την ποθεί;») παρουσιάζει την κυρίαρχη αντίθεση μέσω της οποίας «προκύπτουν και τα εξώφυλλα με “εγκλήματα πάθους” που μέχρι και σήμερα μας κυνηγάνε, σαν γκλίτερ πάνω από τις σορούς που αφήνουν οι γυναικοκτόνοι». Ουαί τω Καραγάτση.

Του Κώστα Σκλαβενίτη

Δεν ξέρω ποια επικαιρότητα γέννησε αυτό το κείμενο (ο θάνατος της Μαρίνας Καραγάτση, κόρης του συγγραφέα;), αλλά ας υποθέσουμε ότι είναι η επικαιρότητα των συχνών επεισοδίων οικογενειακής βίας που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η ουσία είναι ότι το τριήμερο που πέρασε, και επειδή και η αργία απαιτεί τους καβγάδες της, τα κοινωνικά δίκτυα αλλά και τα ΜΜΕ συζητούσαν για τον Καραγάτση και τη λογοτεχνία του. Αν αυτές τις μέρες μάς παρατηρούσε ένας εξωγήινος, θα σκεφτόταν ότι η Ελλάδα είναι ένας πνευματικός χώρος όπου όλοι συζητάνε για τη λογοτεχνία. Γράφτηκαν ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις, ενώ γύρω από το θέμα αναπτύχθηκαν και πολλοί λογοτεχνικοί καβγάδες, κάποιοι με ζωηρές, ακόμα και άγριες διατυπώσεις – που θυμίζουν ότι η τοξικότητα έχει εγκατασταθεί για τα καλά στον δημόσιο λόγο.

Το θέμα είναι ότι το κείμενο απ’ όπου ξεκίνησαν όλα γράφτηκε όχι ως βιβλιοκρισία (όπου, αφού αφορούσε έναν παλιό πεζογράφο, όφειλε να πάρει υπόψη την πολλή και αναλυτική βιβλιογραφία για το βιβλίο και τον συγγραφέα) αλλά ως άποψη για τα πράγματα, με αφοριστική στόχευση. Ισχυρίστηκε ότι ο Καραγάτσης είναι φαλλοκράτης, κάτι σαν θεωρητικός της ελληνικής παραδοσιακής πατριαρχίας – οπότε κατεδαφίστε τον, διαγράψτε τον και ελάτε να ανακαλύψουμε νέες φωνές, σύγχρονες, συμπεριληπτικές, ελάτε να αρχίσουμε τη λογοτεχνία από την αρχή, από τις μέρες μας και από τις ιδέες μας.

Το κείμενο αυτό το υποκινούν οι ιδέες της cancel culture που επιδιώκουν να «διορθώσουν» αναδρομικά τον κόσμο μας. Να συμπτύξουν την πολυπλοκότητά του σε μια νέα ηθικολογία που θα την ταξινομήσουν οι σπουδές φύλου. Η λογοτεχνία, ως μία από τις πιο πολύπλοκες εκφράσεις της ανθρώπινης έκφρασης, είναι ο κατεξοχήν ένα εχθρός. Γι’ αυτό είναι στο στόχαστρο.

Επειδή, όμως, δεν γίνεται ο μόνος εχθρός να είναι ο Καραγάτσης ως θεωρητικός των «γυναικοκτονιών», προτείνω στην κυρία Λούνα μια σειρά επόμενων συγγραφέων προς κατεδάφιση. Ηρθε η ώρα του Αισχύλου, «θεωρητικού της αιμομιξίας». Του Ανδρέα Εμπειρίκου, «θεωρητικού της παιδεραστίας». Του Μπουκόφσκι, «θεωρητικού της φαλλοκρατίας». Του Σελίν, οπαδού του φασισμού. Ο δρόμος προς την ηθικολογική καθαρότητα είναι εύκολος. Και έχει ανοίξει – με μπλάνκο.

Η κριτική και η ιδεολογία

Η ιδεολογία είναι ένας συνήθης τρόπος για να προσεγγίζεται κριτικά η λογοτεχνία, όπως και οι διάφορες καλλιτεχνικές εκφράσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα από τα πιο παρωχημένα καλλιτεχνικά ρεύματα, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, που άνθισε ως επίσημη αισθητική των κομμουνιστικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα, ήταν μονοδιάστατα ιδεολογικά προσανατολισμένος στην αποθέωση των επιτευγμάτων αυτών των καθεστώτων. Τι κατάφερε εκείνη η στρατευμένη αντίληψη για την τέχνη; Να ισοπεδώσει κάθε καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα, θέτοντας τους καλλιτέχνες και το έργο τους στην υπηρεσία της μίας και μοναδικής αλήθειας.

Παρ’ όλα αυτά, ούτε η ιδεολογική ταυτότητα ως βασικό προσόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας εξέλιπε ούτε, πολύ περισσότερο, η ιδεολογική κριτική. Η χρήση της ιδεολογίας σε μια προσέγγιση σε ένα καλλιτεχνικό έργο έχει σαφή χαρακτηριστικά, σταθερά κριτήρια και είναι εύκολη – επειδή δεν απαιτεί ευρεία παιδεία χάρη στην οποία μπορεί να συλληφθεί και να προσεγγισθεί η πολυπλοκότητα ενός έργου τέχνης.

Θυμάμαι στη δεκαετία του 1980, τον Χρήστο Βακαλόπουλο (κριτικό, κινηματογραφιστή και συγγραφέα, που και σήμερα διαβάζεται με πάθος) να υποδεικνύει στους νεότερους που ασχοληθήκαμε με την κριτική κινηματογράφου να μην πέφτουμε στην παγίδα της ιδεολογικής προσέγγισης. Ο Βακαλόπουλος ήξερε: η εμμονή στην ιδεολογία είναι χαρακτηριστικό μονοδιάστατου ανθρώπου.