«Χρειαζόταν αίμα για να υπογράφει κάθε του πίνακα: αίμα του πατέρα μου, του αδελφού μου, της μητέρας μου, της γιαγιάς μου, το δικό μου. Χρειαζόταν το αίμα εκείνων που τον αγαπούσαν», έγραψε η Μαρίνα, εγγονή του Πάμπλο Πικάσο, του οποίου δύο γυναίκες αυτοκτόνησαν και δύο άλλες τρελάθηκαν. Ο Εντγκάρ Ντεγκά ήταν τόσο αντισημίτης ώστε μια μέρα έδιωξε από το ατελιέ του ένα μοντέλο ουρλιάζοντας πως ήταν Εβραία και μετά την υπόθεση Ντρέιφους έκοψε κάθε επαφή με τους εβραίους φίλους του. Ο Τζορτζ Οργουελ κρατούσε λίστα με τα ονόματα όσων θεωρούσε κρυφοκομμουνιστές και την προωθούσε σε μυστική υπηρεσία του βρετανικού ΥΠΕΞ. Ο Εζρα Πάουντ και ο Λουί-Φερντινάν Σελίν υποστήριζαν φασιστικές και ναζιστικές ιδέες. Αυτά είναι ενδεικτικά μόνο παραδείγματα δημιουργών των οποίων απόψεις και πράξεις κρίνονται αποτρόπαιες, ενώ παράλληλα τα έργα τους ακτινοβολούν διαχρονικά: έργα απαράμιλλης τέχνης στο είδος τους, που εγώ τουλάχιστον δεν θέλω να φανταστώ έναν κόσμο όπου δεν θα συνεχίζουν να αναγνωρίζονται ως αριστουργήματα.
Υπάρχει λοιπόν κάτι στην τέχνη που όσο κι αν το καταδικάζεις δεν το αγγίζεις, αλλά και όσο κι αν το απαλλάσσεις δεν το αθωώνεις. Που είναι γέννημα – θρέμμα της στιγμής της δημιουργίας του αλλά και που διασχίζει τον χρόνο και φτάνει ως το παρόν εξίσου ζωντανό κι αληθινό – αλλιώς δεν είναι τέχνη. Υπάρχει ο ομφάλιος λώρος που συνδέει το έργο με τον δημιουργό του έτσι ώστε δεν μπορείς να καταλάβεις το πρώτο αν δεν γνωρίζεις κάτι για τον δεύτερο («δεν μπορείς να διαβάσεις σωστά τον Σολωμό αν δεν ξέρεις τους τόπους όπου περπατούσε», μου είπε κάποιος), όμως υπάρχει και το μονωτικό υλικό που κάνει το έργο αδιάβροχο, αυτόνομο, ανεξάρτητο απ’ αυτόν που το έφτιαξε. Υπάρχει κάτι στην τέχνη που μας δεσμεύει, μας εκπαιδεύει, μας υποχρεώνει να την αντιμετωπίζουμε σαν ένα ξεχωριστό σύμπαν με ξεχωριστούς κανόνες, αλλά που μέσα στον ίδιο τον πυρήνα του περιέχει το εσώτερο σύμπαν εκείνου που τη δημιούργησε: ίσως μάλιστα αυτό να είναι, στο μέλλον, ό,τι θα διαφοροποιεί τα έργα ανθρώπων από εκείνα της τεχνητής νοημοσύνης. Είναι πάντως αυτό που σήμερα μας δυσκολεύει όταν αγαπάμε το έργο και μισούμε τον δημιουργό.
Υπάρχει κάτι στην αληθινή τέχνη που μας εκπαιδεύει να την αντιμετωπίζουμε ως Τέχνη. Τι σημαίνει αυτό; Οτι καθρεφτίζει όλα όσα δεν θέλουμε να δούμε, και το κάνει με τον τρόπο που ξέρει εκείνη και όχι που βολεύει εμάς. Το μεγάλο, μεγάλο πρόβλημα είναι να μπορέσουμε να το δούμε. Γιατί η τέχνη δεν κρύβει τα σκοτάδια της (μπορείς να δεις έργα του Καραβάτζιο χωρίς να σκεφτείς ότι ήταν δολοφόνος;), αλλά εμείς δεν βολευόμαστε πάντα να τα βλέπουμε. Γιατί η τέχνη δεν είναι ούτε ψυχαγωγία ούτε καθαγίαση, όσο κι αν εμείς προτιμάμε έτσι να την αντιμετωπίζουμε. Γιατί οι σκοτεινοί, βασανισμένοι, ακόμα και απάνθρωποι δημιουργοί της, με τη δική μας ανθρωπιά καταπιάνονται. Και αν το κάνουν σωστά, αν το είδωλο στον καθρέφτη είναι αληθινό, αν δηλαδή είναι τέχνη, μας ευεργετούν – έστω κι άθελά τους. «Κανένας δεν είναι καλός· κανένας δεν είναι κακός.
Ολοι είμαστε και τα δύο, με τον ίδιο τρόπο και με διαφορετικούς τρόπους. Είναι τόσο μικρό πράγμα η ζωή ενός ανθρώπου, κι όμως υπάρχει ο χρόνος για να κάνει μεγάλα πράγματα…», έγραφε στα Απομνημονεύματά του ο Πολ Γκογκέν, που στην Πολυνησία παντρευόταν κοριτσάκια 14 ετών μολύνοντάς τα (μαζί και με άλλες) με σύφιλη. Υπάρχει κάτι στην τέχνη που ζητά να το δούμε κατάματα και δεν έχει πρόβλημα αν αγανακτούμε – ίσως κιόλας το αποζητά. Η αληθινή τέχνη σκίζει σαν διαστημική κάψουλα τον χρόνο κι έρχεται και σκάει στα πόδια μας ανέπαφη, απρόσβλητη, παντοδύναμη, προκαλώντας μας. «Για δες εδώ», λέει. Το πρόβλημα το έχουμε εμείς, όταν φοβόμαστε να δούμε. Υπάρχει κάτι στην τέχνη που δεν πειράζει να μας αρέσει ή όχι· πειράζει μόνο να μην πρέπει να μας αρέσει.