Πρώτα απ’ όλα το να γίνεται, επί πέντε ημέρες, θέμα συζήτησης και αντιπαράθεσης, στα σόσιαλ μίντια, ο Μ. Καραγάτσης, τα γραπτά του, οι ιδέες του, η κοσμοθεωρία του είναι κάτι καλό. Και επειδή γνωρίζω ότι ο «προβολέας» σε αυτά τα μέσα πέφτει, κυρίως, σε διάφορους μικρόκοσμους, το να φωτίσει – έστω και πρόσκαιρα, έστω και αποσπασματικά – το σύμπαν του Καραγάτση είναι κάτι που δεν το περίμενα όταν την περασμένη Παρασκευή, από αυτήν τη στήλη, αναφερόμουν εν τάχει στο κείμενο πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέα η οποία, δεν ξέρω τι δίχτυα έριξε, «αλίευσε» ωστόσο σεξισμό στη «Μεγάλη χίμαιρα».
Γιατί πήρε τέτοιες διαστάσεις το θέμα; Διότι ο Καραγάτσης φαίνεται ότι είναι ο πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας. Με μυθιστορήματά του να έχουν γίνει δημοφιλή σίριαλ («Συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Γιούγκερμαν», «Κίτρινος φάκελος», «Το 10») και τη θεατρική μεταφορά της «Μεγάλης χίμαιρας», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου και διασκευή Στρατή Πασχάλη, να έχουν παρακολουθήσει 110.000 θεατές – έχει γίνει μάλιστα μια αναφορά της λεγόμενης ποπ κουλτούρας. Κάτι που σημαίνει ότι ακόμη και αυτοί που δεν διαβάζουν συστηματικά λογοτεχνία, που δεν τους συγκινεί η γενιά του ’30, έχουν μία «μυρωδιά» Καραγάτση. Ιδιαίτερα σημαντικό για έναν συγγραφέα που έφυγε από τη ζωή πριν από 64 χρόνια. Και που έγραψε την περί ης ο λόγος «Χίμαιρα» πριν από 88.
Επί της ουσίας τώρα, το κυρίως θέμα ήταν, για άλλη μία φορά, κατά πόσο θα πρέπει να «κρίνουμε» έναν δημιουργό από το παρελθόν, με βάση τα δεδομένα, τις ορθότητες, τις ιδεολογίες ή τις ιδεοληψίες του σήμερα. Η απάντηση είναι προφανής διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να «πετάξουμε» παραπάνω από τη μισή δημώδη ποίηση, πάρα πολλά λαϊκά και, σχεδόν, το σύνολο των ρεμπέτικων τραγουδιών, τον μισό Παπαδιαμάντη και σταματάω εδώ διότι ο κατάλογος είναι μεγάλος. Εχω όμως την εντύπωση ότι αν αυτοί οι άνθρωποι έγραφαν σήμερα, τα ίδια θα έγραφαν – άντε να απέφευγαν κάποιες, λίγες, λέξεις. Διότι για τον συγγραφέα που γράφει για να γράψει και όχι για να κάνει καριέρα ή να υπάρχει το «συγγραφέας» δίπλα στο όνομά του, σκορδοκαΐλα του για το αν το έργο του εξυπηρετεί ή όχι ένα κίνημα ή ένα αφήγημα της εποχής. Εκείνος «σκάβει» στις ψυχές των ηρώων του – που πολλές φορές είναι σπαράγματα του εαυτού του – για να βρει πάθη, απωθημένα, εξαρτήσεις, αδυναμίες, εμμονές, σαδομαζοχισμό, μικρότητες αλλά και μεγαλείο. Τι ενδιαφέρον θα είχε ένας λογοτεχνικός ήρωας αν δεν υπήρχαν εντός του κάποια από αυτά; Θα υπήρχε λογοτεχνία αν όλοι οι άνθρωποι ήμασταν τέλειοι και ψυχικά υγιείς, αν υπήρχαν απολύτως συνετές ζωές και μόνο αρμονικά ζευγάρια;
Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι αυτή η όψιμη «επίθεση» στον Καραγάτση έχει άλλα, έστω και ασυνείδητα, κίνητρα. Το μαρτυρά το λανγκάζ των εναντίον του κειμένων αλλά και η συλλογιστική όσων υπερασπίστηκαν το δικαίωμα κάποιων να λένε τη γνώμη τους. Υπάρχει εδώ η διάθεση αποδόμησης οιουδήποτε «παλιού». Μόνο που κάποια «παλιά» είναι πολύ πιο «καινούργια» από τα καινούργια. Και για να σταθεί και αντρειωθεί το καινούργιο δεν χρειάζεται να αποδομηθεί το παλιό. Να το ξεπεράσει χρειάζεται.
Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο
Στα τόσα που διάβασα αυτές τις ημέρες, δεν είδα κάπου να γράφεται για το τι είναι, στην πραγματικότητα, η «Χίμαιρα». Κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, είναι το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας («Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Χίμαιρα», «Γιούγκερμαν») με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον ήλιο». Που αφορά τον ξένο. Και ειδικά, τον ξένο στην Ελλάδα. Τι είναι οι ήρωες αυτών των μυθιστορημάτων; Τρεις ξένοι που έρχονται στη χώρα μας. Που ερωτεύονται την Ελλάδα και που η Ελλάδα τούς ανταποδίδει τον έρωτα. Αυτά στην αρχή. Μέχρι που αρχίζει σιγά σιγά ο ξένος να μην αντέχει τη χώρα και η χώρα να μην αντέχει τον ξένο. Και έτσι, χώρα και ξένος γίνονται, τελικά, δυο αγρίμια που προσπαθούν το ένα να κατασπαράξει το άλλο. Οπως η Μαρίνα και ο Μηνάς στη «Χίμαιρα». Δεν είναι τυχαίο ότι, στη θεατρική μεταφορά, η τελευταία φράση που λέει η Μαρίνα στη συριανή πεθερά της είναι: «Μα τι άνθρωποι είστε εσείς;».