Δικαίωμα ψήφου και εκλογής, οι Γαλλίδες απέκτησαν στις 21 Απριλίου του 1944, έξι χρόνια νωρίτερα από τις Ελληνίδες, αλλά με σημαντική καθυστέρηση σε σύγκριση με 58 άλλες χώρες. Τις οκτώ δεκαετίες που έχουν έκτοτε περάσει, η πολιτική επιστήμη τις χωρίζει σε τέσσερις περιόδους: την επονομαζόμενη περίοδο της μαθητείας, από το 1944 έως τη δεκαετία του 1970, όταν οι γυναίκες ψηφίζουν λιγότερο από τους άνδρες και επιλέγουν περισσότερο τη Δεξιά – για παράδειγμα, ένα 61% των γυναικών ψηφίζουν Ντε Γκωλ το 1965· την περίοδο της σταθεροποίησης, από τη δεκαετία του 1970 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η συμμετοχή και ο πολιτικός προσανατολισμός γυναικών και ανδρών έρχονται εγγύτερα· την περίοδο της αντιστροφής, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν οι γυναίκες συμμετέχουν περισσότερο από τους άνδρες και κάνουν περισσότερο προοδευτικές επιλογές – εκείνες είναι που διασφαλίζουν την επανεκλογή του Μιτεράν το 1988, δίνοντάς του το 51% της ψήφου τους, έναντι 47% της ανδρικής ψήφου.

Ολες αυτές τις δεκαετίες, τις διατρέχει ένα κοινό νήμα, είναι η απόρριψη της Ακροδεξιάς, αυτό το «radical right gender gap» (χάσμα των φύλων έναντι της ριζοσπαστικής Δεξιάς) που θεωρητικοποίησε το 2005 η αφροαμερικανίδα ερευνήτρια Τέρι Γκίβενς. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εκλογές στη Γαλλία μεταξύ 1984 και 2002, η μέση διαφορά στην ψήφο γυναικών και ανδρών υπέρ του Εθνικού Μετώπου (FN) είναι τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες. Στις 21 Απριλίου του 2002, στον πρώτο γύρο των τότε προεδρικών εκλογών, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν είχε αποσπάσει το 26% της ψήφου των ανδρών αλλά μόνο το 11% της ψήφου των γυναικών. Που σημαίνει πως αν είχαν ψηφίσει την ημέρα εκείνη μόνο οι Γαλλίδες, ο συνιδρυτής και ηγέτης του FN δεν θα είχε προκριθεί στον δεύτερο εκλογικό γύρο μαζί με τον Ζακ Σιράκ, αποκλείοντας τότε τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν και προκαλώντας συλλογικό σοκ στη Γαλλία.

Αλλες εποχές, άλλα ήθη. Ενίοτε, οι ειδικοί επιστράτευαν ένα ψυχολογικό επιχείρημα προκειμένου να εξηγήσουν την απροθυμία των γυναικών να ψηφίσουν Εθνικό Μέτωπο: τον τρόπο κοινωνικοποίησης των κοριτσιών, που ανατρέφονταν ώστε να είναι υπάκουα και να ενδιαφέρονται για τους άλλους. Συχνότερα, όμως, πρόκριναν το κοινωνικοοικονομικό επιχείρημα: ζώντας σε περισσότερο επισφαλείς οικονομικά συνθήκες, έλεγαν, οι γυναίκες είναι οι πρώτες που επωφελούνται από τα κοινωνικά επιδόματα, κατά συνέπεια, κλίνουν προς τα κόμματα που στηρίζουν αυτά τα τελευταία. Σε αυτό, προστέθηκε η ιδέα ότι τα ίδια αυτά κόμματα είναι επίσης τα πιο ανοιχτά σε φεμινιστικά θέματα και αγώνες. Ολες αυτές οι εξηγήσεις, ωστόσο, έγιναν θρύψαλα στις εκλογές του 2012, που εγκαινίασαν μια τέταρτη περίοδο στη Γαλλία: ψήφισαν τη Μαρίν Λεπέν τόσες γυναίκες όσοι και άνδρες. Και αυτή η τάση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ανάμεσα στις ευρωεκλογές του 2019 και του 2024, το κόμμα της Λεπέν, Εθνική Συσπείρωση (RN) πια, κέρδισε σύμφωνα με το ινστιτούτο Ipsos 10 μονάδες στο γυναικείο εκλογικό σώμα, περνώντας από το 20% στο 30%. Ενα άλλο ινστιτούτο δημοσκοπήσεων, μάλιστα, το IFOP, ανέβασε το ποσοστό αυτό στο 32%, μπροστά από τους άνδρες.

Είναι, φυσικά, το «εφέ Μαρίν». Η εκστρατεία αποδαιμονοποίησης που έθεσε σε εφαρμογή, αμέσως μόλις ανέλαβε τα ηνία του κόμματος, η Μαρίν Λεπέν, αλλά και η «γυναικεία» στρατηγική που ακολούθησε, παίρνοντας αποστάσεις από τη μάτσο και σεξιστική κληρονομιά του πατρός της, πλασάροντας εαυτόν ως μία γυναίκα μοντέρνα, μητέρα, χωρισμένη, εργαζόμενη, ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τα «γυναικεία ζητήματα». Ολα αυτά, όμως, δεν είναι παρά μια εικόνα, μία βιτρίνα. Οταν ασχολείται με τη βία κατά των γυναικών, η RN το κάνει για να δείξει τη βασική απειλή, τον Ξένο, τον Μετανάστη, το Ισλάμ. Το 2018, οι βουλευτές της προτίμησαν να απόσχουν από την ψηφοφορία νόμου που είχε σκοπό να ενισχύσει τη μάχη κατά της σεξιστικής και σεξουαλικής βίας. Το 2020, οι ευρωβουλευτές της καταψήφισαν μαζικά την ευρωπαϊκή καταδίκη της απαγόρευσης των αμβλώσεων στην Πολωνία. Την ίδια χρονιά, απείχαν όλοι από την ψηφοφορία ψηφίσματος της ΕΕ που εξέφραζε ανησυχία για μία «υποχώρηση της ισότητας ανδρών – γυναικών και των γυναικείων δικαιωμάτων». Το 2021, καταψήφισαν όλοι (πλην μιας αποχής) ψήφισμα για το #MeToo και την παρενόχληση – όπως και ένα άλλο ψήφισμα που ανακήρυττε (συμβολικά) την Ευρώπη ζώνη ελευθερίας για τους ΛΟΑΤΚΙ+. Θα πει κανείς, ναι, αλλά οι μισοί βουλευτές της RN ψήφισαν, τον Μάρτιο, υπέρ της εγγραφής του δικαιώματος στην άμβλωση στο γαλλικό Σύνταγμα: η Λεπέν θέλει την εξουσία, δεν θα μπορούσε να πάει κόντρα σε ένα μέτρο που στήριζε το 80% του πληθυσμού.

Τουλάχιστον 250.000 Γάλλοι (640.000, σύμφωνα με τους διοργανωτές) είχαν βγει στους δρόμους του Παρισιού το περασμένο Σάββατο κατά της Ακροδεξιάς. Μόλις 13.000 άνθρωποι (75.000 σύμφωνα με τους διοργανωτές) βγήκαν στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας αυτό το Σάββατο, ανταποκρινόμενοι σε ένα αντίστοιχο «φεμινιστικό» κάλεσμα 200 οργανώσεων και συνδικάτων. Αντίστοιχες ήταν οι αποκλίσεις και πανεθνικά. Αλλά δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε χρειάζεται να φτάσουμε στη Γαλλία (ή την Ιταλία…) για να καταλάβουμε ποιος είναι κατά κανόνα ο πιο ύπουλος εχθρός των γυναικών.