Ο Κάρλο Γκολντόνι παρουσίασε για πρώτη φορά την «Τριλογία του παραθερισμού» το 1761. Και στα τρία έργα («Η μανία για τον παραθερισμό», «Οι περιπέτειες του παραθερισμού», «Η επιστροφή από τον παραθερισμό») που, πλέον, αποτελούν τις τρεις πράξεις μιας ενιαίας παράστασης, αναδύεται από τον ευρηματικό δραματουργό η επιθυμία για επίδειξη μιας τάξης για την οποία η ματαιοδοξία δεν είναι συναρτώμενη μόνο με τον εντυπωσιασμό αλλά, κυρίως, με την επιβίωση σε έναν κόσμο που αλλάζει, σε μία πραγματικότητα που, έτσι όπως την ήξεραν, καταρρέει.
Στην πρώτη πράξη η Βιτόρια και ο αδελφός της Λεονάρντο ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για το Μοντενέρο, το ειδυλλιακό θέρετρο που «βλέπει» στην Αδριατική. Οι διακοπές δεν είναι γι’ αυτούς μόνο μια ευκαιρία ξεγνοιασιάς αλλά, κυρίως, οικονομικής και κοινωνικής προβολής, η επιβεβαίωση, τόσο για τους άλλους όσο και για τους εαυτούς τους, ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη τάξη. Κι ας τους έχουν πνίξει τα χρέη κι ας δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στην πολυτέλεια που πρέπει να προβάλουν. Ο Λεονάρντο μάλιστα πιστεύει ότι το Μοντενέρο είναι το ιδανικό σκηνικό για να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του Τζιακίντα. Στη δεύτερη πράξη, πίσω από τα ερωτικά σκέρτσα των ηρώων, κυριαρχεί η μανία της επίδειξης πλούτου που συντηρείται από μεγάλα δάνεια και ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά «ανοίγματα», τα οποία επιδεινώνουν το ήδη υπάρχον πρόβλημα. Και στην τρίτη, η επιστροφή στη βάση σημαίνει και την επιστροφή σε μια πραγματικότητα που «πληγώνει» και δεν προσαρμόζεται σε καπρίτσια και επιθυμίες.
Αναρωτιέμαι τι έχει αλλάξει μέσα στα πάνω από 260 χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο. Θεωρώ τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Εχει μεγαλώσει απλώς η κλίμακα της ματαιοδοξίας, ώστε να τα χωράει όλα. Από την ανάρτηση της φωτογραφίας δίπλα στην εντυπωσιακή πισίνα ενός ξενοδοχείου όπου ο φωτογραφιζόμενος μπορεί και να έχει πάει μόνο για να πιει ένα κοκτέιλ διότι μέχρι εκεί αντέχουν τα οικονομικά του (αλλά αυτό δεν το ξέρουν στο Διαδίκτυο) έως τα πυροτεχνήματα που ρίχτηκαν από το σκάφος «Περσεφόνη» και, τελικά, έκαψαν το μοναδικό πευκοδάσος της Υδρας. Βεβαίως και το πρώτο δεν είναι αδίκημα, δεν προκαλεί καταστροφή, δεν διώκεται. Δεν ξέρω όμως τι θα έκανε ο απολύτως συμπαθής κατά τα άλλα φουκαράς που πιστεύει ότι πείθει ως πλούσιος ή μπον βιβέρ επειδή φωτογραφίζεται δίπλα σε μια πισίνα με ένα κοκτέιλ, αν μπορούσε να νοικιάσει μία θαλαμηγό προς 250.000 ευρώ την εβδομάδα. Διότι τόσο στοιχίζει το «Περσεφόνη». Και στις δύο περιπτώσεις η κοινή αντίληψη είναι το πώς θα κάνουμε τις διακοπές μας ατραξιόν.
Η ανάκριση για τη φωτιά στην Υδρα συνεχίζεται, εμένα ωστόσο μου προκαλεί απορία όχι μόνο η ανευθυνότητα του να ρίξεις πυροτεχνήματα ένα βράδυ που ο κίνδυνος πυρκαγιάς είναι στα κόκκινα (αυτά τα έχω συνηθίσει πλέον) αλλά τι κάνει έναν άνθρωπο χορτασμένο, θεωρητικά, από πλούτο και πολυτέλεια να θέλει να κλείσει τις διακοπές του με πυροτεχνήματα. Ενα θέαμα που μόνο μικρά παιδιά μπορεί να εκστασιάσει.
Καλοκαιρινά χάπενινγκ
Το να υποδέχονται στα λιμάνια τα κρουαζιερόπλοια, κορίτσια και αγόρια με δαλιανιδικές χορογραφίες, το μάθαμε πια. Πρόκειται για έθιμο εισαγόμενο, οι παλαιότεροι θα το θυμούνται και από το τηλεοπτικό «Πλοίο της αγάπης». Μια φίλη που ήταν πριν από λίγες μέρες στη Σαντορίνη μού έλεγε ότι το απόγευμα, με τον ήλιο ακόμη ντάλα, ξεμπούκαραν από το πουθενά νεαρές κυρίες με μακριά σατέν και μουσελινένια φορέματα και έκαναν ένα είδος πασαρέλας στα καλντερίμια του νησιού. Και οι παραθεριστές έσπευδαν να φωτογραφηθούν με φόντο τις μουσελίνες. Μια το περίφημο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης, μια οι μουσελίνες.
Ναι, ξέρω. Ολα αυτά κατάλοιπα από την εποχή της αστακομακαρονάδας, τότε που η τάση έλεγε ότι όχι μόνο οι διακοπές αλλά η ζωή μας όλη έπρεπε να έχει το στοιχείο της ατραξιόν, της επίδειξης. Να παριστάνουμε τους πλούσιους, να βρίσκουμε τρόπους «εναλλακτικής πολυτέλειας» (για να μη βαριέται και το κοινό), να εντυπωσιάζουμε, να «ποτίζουμε» τη ματαιοδοξία που – νομίζαμε ότι – χάθηκε στην κρίση. Και που επέστρεψε ίσως πιο ύπουλη από πριν.