Ζήσαμε και καλύτερα καλοκαίρια. Με παγωμένο καρπούζι, σφηνάκια τεκίλας, ώρες ατελείωτης θαλασσοθεραπείας, αγκώνες μέσα στην άμμο, φτέρνες χαμένες στα βότσαλα αναζητώντας αγκαλιές που έσφιγγαν όνειρα. Είχαμε τύχη τότε που ήμασταν εμείς και το κύμα. Προνόμιό μας ήταν η άδεια πόλη τον Αύγουστο, η γυμνή αυλή της παρακείμενης μονοκατοικίας που όλο και κάποιος ένοικος καλούσε σε αυτοσχέδιες βραδινές συνάξεις.

Γεμίσαμε αναμνήσεις τα καλοκαίρια. Χωρέσαμε γνωριμίες, συναντήσεις με το απρόβλεπτο, το απρόσμενο, το τυχαίο. Ο αυθόρμητος εαυτός έψαχνε και έβρισκε στις φωνές με ξένη προφορά μία κάποια έκπληξη. Συχνά ευχάριστη, παρά δυσάρεστη. Κι έτσι υφάναμε τον μύθο μας, αστικό ή εξοχικό, στο μέτωπο της παραλιακής λεωφόρου, σε κέντρα νυχτερινά της επαρχίας, σε συναυλίες που καλούσαν να συναισθανθείς, εργαζόμενοι όλοι μίας ανερχόμενης μεσαίας τάξης που ατένιζε το μέλλον της με τόλμη.

Βάρυναν με χρόνια τα καλοκαίρια. Και έφεραν τώρα τη σκονισμένη καταχνιά μιας προόδου που αγκιστρώθηκε σε φόβους. Και έγινε το καλοκαίρι ένας αλγόριθμος, μία σύνθετη αλγεβρική εξίσωση. Θα βγούμε έξω όταν κάτσει η σκόνη, όταν πέσει ο ήλιος, όταν αδειάσει ο δρόμος. Θα πάμε βόλτα στη θάλασσα όταν επιστρέφουν οι άλλοι, γιατί φέρνει κούραση η πολυκοσμία, γιατί δεν φτάνει ο χώρος, γιατί δεν έχει συχνή συγκοινωνία, γιατί τα αυτοκίνητα σφηνώνουν στη λεωφόρο. Δεν θα κολυμπήσουμε στη θάλασσα του νησιού, γιατί τα νοικιασμένα σκάφη που αράζουν σε όρμους μοναχικούς είναι πολλά και εμποδίζουν τα μάτια να δουν ορίζοντα.

Δεν θα βουτήξουμε στη θάλασσα γιατί η υπερβολική ζέστη συσσώρευσε γύρη, αυτή έπεσε στο νερό και το κιτρίνισε και  τα νερά ζεστάθηκαν, βγάζουν φυσαλίδες και λιπαρή άλγη. Δεν έχει νόημα να ψάξουμε τα απάτητα βουνά. Τα μονοπάτια τους έγιναν της μόδας και η πεζοπορία σε αυτά εγκυμονεί τουρίστες με σοκ θερμοπληξίας. Δεν ψάχνουμε μέρη κρυμμένα σε επαρχιακούς δρόμους, αφού η όχθη στο ποτάμι τους γεμάτη σκουπίδια και πλαστικά θα είναι. Εχασαν τη χαρά τους τα καλοκαίρια μέσα σε άγευστες μαγειρικές που επιδιώκουν να χαρακτηριστούν παράδοση. Αποχαιρέτα λοιπόν και μη νοσταλγείς. Ο αλγόριθμος επιδέχεται βελτίωση.