Ενας θρησκευτικός γάμος, δύο βαπτίσεις και 350 κηδείες την τελευταία επταετία: αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα στο Ορμένιο του Εβρου, στο οποίο η πλειονότητα των κατοίκων είναι πλέον άνω των 70 ετών. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνο σε αυτή τη γωνιά χώρας. Η Ελλάδα συρρικνώνεται με ταχύτατους ρυθμούς, με τις προβλέψεις να είναι δυσοίωνες: το 2030 η Ελλάδα θα είναι η γηραιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ηδη από τα τέλη Μαΐου το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού, ο οποίος και θα αποφασίσει τα τελικά μέτρα – πολιτικές που θα ακολουθηθούν για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη «βόμβα» του δημογραφικού.

Η έρευνα που πραγματοποίησε όλους τους προηγούμενους μήνες το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, προκειμένου να καταρτιστεί το Σχέδιο, έδειξε, όπως εξηγούν στελέχη του υπουργείου στα «ΝΕΑ», πως στο επίκεντρο των όποιων παρεμβάσεων θα πρέπει να βρεθεί η οικογένεια με ένα παιδί.

Αλλωστε, και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης το υπογράμμισε, μιλώντας πριν από λίγο καιρό σε συνέδριο για το δημογραφικό. «Εγώ θα εστίαζα την προσοχή μου στις οικογένειες που ήδη έχουν παιδιά, κατ’ εξοχήν σε αυτές που έχουν ένα παιδί. Θα επέλεγα τη στήριξη της νέας οικογένειας με κίνητρα τα οποία θα καταστήσουν οικονομικά πιο εύκολο να αποκτήσει κανείς και να μεγαλώσει παιδιά. Διότι βλέπουμε αυτή τη στιγμή ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία να πας από το πρώτο στο δεύτερο. Αν έχεις κάνει ένα παιδί, έχεις καταρχάς ήδη βιώσει την τεράστια συναισθηματική ολοκλήρωση που σου προσφέρει η απόκτηση παιδιού. Αρα, έχεις “διαβεί τον Ρουβίκωνα”, έχεις δει το ισοζύγιο του πρόσθετου κόστους, αλλά έχεις δει και την αγάπη και την τεράστια ικανοποίηση που σου δίνει η απόκτηση της οικογένειας».

Μάλιστα, οι πληροφορίες θέλουν το Εθνικό Σχέδιο Δράσης να έχει υιοθετήσει στοιχεία του σκανδιναβικού μοντέλου, κυρίως ως προς το υποστηρικτικό πλέγμα δράσεων που έχουν δημιουργήσει οι βόρειες χώρες στη μάχη με το δημογραφικό.

Η ζοφερή πραγματικότητα

Πάντως, ο άξονας που συμπεριλαμβάνεται στο Σχέδιο Δράσης και στον οποίο θα δοθεί προτεραιότητα, εκτός από τη στήριξη της οικογένειας, είναι αυτός της διασφάλισης της ποιότητας ζωής, καθώς όπως σημειώνουν πηγές του υπουργείου, «στο τέλος της ημέρας όλα είναι δημογραφικό: από το ολοήμερο σχολείο και τα οικονομικά κίνητρα μέχρι την πρόσβαση σε δομές υγείας, ακόμη και το να υπάρχει καλό πεζοδρόμιο για να περάσει η μητέρα με το καρότσι».

Σπεύδουν να διευκρινίσουν, ωστόσο, πως τα μέτρα που θα ληφθούν δεν είναι άμεσης απόδοσης, αντίθετα απαιτούνται τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να αναχαιτισθεί ο δημογραφικός… θάνατος της χώρας.

Η ζοφερή πραγματικότητα του δημογραφικού, όμως, δεν είναι αποτέλεσμα των τελευταίων ετών. Τα σημάδια μείωσης της γονιμότητας και κατ’ επέκταση των γεννήσεων είχαν ήδη φανεί από τη δεκαετία του ’60 για να φτάσουμε σήμερα οι Ελληνίδες να αποκτούν 1,34 – 1,36 παιδιά.

Και πάλι, όμως, αυτή η… δημογραφική κατρακύλα δεν είναι ελληνικό προνόμιο. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο δημογράφος Γιώργος Κοντογιάννης, στην Ευρώπη έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά την τεκνοποίηση. «Οι γυναίκες αποκτούσαν κατά μέσο όρο 4 παιδιά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε χώρες όπως η Ισλανδία και η Ιρλανδία στη Βόρεια Ευρώπη, η Μάλτα στη Μεσόγειο, η Ρουμανία και η Βοσνία και Ερζεγοβίνη στα Βαλκάνια, ενώ στην Αλβανία, στο Κόσοβο και στην Τουρκία έκαναν 6 – 6,5 παιδιά κατά την ίδια περίοδο».

Η γονιμότητα φθίνει

Εντούτοις, τα πρότυπα συμπεριφοράς σταδιακά αλλάζουν, όπως και οι αντιλήψεις των ατόμων αναφορικά με τον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας. Ετσι, η γονιμότητα φθίνει σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες κατά τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990. Κατά τον 21ο αιώνα τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας καταγράφονται σε χώρες όπως η Τουρκία και το Κόσοβο (2,1 – 2,2 παιδιά/γυναίκα). «Από το 2000 και έπειτα οι ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες η γονιμότητα προσεγγίζει τα 2,1 παιδιά που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του πληθυσμού τους εντοπίζονται στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Στις χώρες αυτές φαίνεται ότι οι σημαντικές παροχές του κράτους πρόνοιας, η μεγαλύτερη ισότητα των φύλων, η δυνατότητα που έχουν οι νέοι ενήλικοι να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά αρκετά πρώιμα, αλλά και να μη θυσιάσουν την επαγγελματική τους καριέρα για τη δημιουργία οικογένειας παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των σχετικά υψηλών επιπέδων γονιμότητας».