Η κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με μια εντυπωσιακή έφοδο περίπου 100 στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού στα κεντρικά γραφεία των μεγάλων τραπεζών, τον Νοέμβριο του 2019. Αναζητούσαν στοιχεία που αποδείκνυαν την ενδεχόμενη συνεννόηση μεταξύ των τραπεζών για την επιβολή προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές. Η αμερικανικού τύπου επιχείρηση συνοδεύτηκε από την απομάκρυνση των υπαλλήλων από τα γραφεία τους, τον έλεγχο των προσωπικών τους αντικειμένων και την αντιγραφή κάθε δεδομένου που είχαν στους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών τους.

Στις 2 Δεκεμβρίου του 2022 ο τότε υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ύστερα από πολλές κατ’ ιδίαν παραινέσεις, είχε δημοσιεύσει λίστα συγκεκριμένων προμηθειών που θα έπρεπε να επανεξετάσουν οι εγχώριες τράπεζες. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν η προμήθεια για πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ και κινητής τηλεφωνίας, της έκδοσης αντιγράφων κίνησης λογαριασμών, την επανέκδοση χρεωστικής/πιστωτικής κάρτας λόγω κλοπής, απώλειας ή φθοράς, τα έξοδα αξιολόγησης και νομικού και τεχνικού ελέγχου αιτημάτων δανείων και πολλά άλλα. Συνολικά 12 ήταν προμήθειες που είχε ζητηθεί από την κυβέρνηση να τις μειώσουν ή να τις καταργήσουν.

Ακολούθησαν εκλογές, ο υπουργός άλλαξε, μαζί και η ηγεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Λίγον πριν από την ανάληψη της νέας επικεφαλής, το θέμα ήρθε ξανά στην επιφάνεια τον περασμένο Δεκέμβριο με το μεγάλο πρόστιμο, προϊόν συμβιβασμού, ύψους 41,7 εκατομμυρίων ευρώ που έβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε πέντε τράπεζες, καθώς και στην Ελληνική Ενωση Τραπεζών, για τις προμήθειες που επέβαλαν κατά την ανάληψη μετρητών από ATM με κάρτες άλλου ιδρύματος. Αφορούσε τα ευρήματα του ελέγχου του 2019 και επιβλήθηκε αποκλειστικά για μια και μόνο προμήθεια. Εκ τότε και πάλι σιγή. Τι ακολούθησε; Αύξηση των εσόδων των τραπεζών από τις προμήθειες. Το 2021 έφταναν το 1,57 δισ. ευρώ, το 2022 τα 1,75 δισ. ευρώ και το 2023 τα 1,85 δισεκατομμύρια ευρώ.

Χθες, στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, επανέφερε το θέμα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, θυμίζοντας την ανάγκη διευθέτησής του και απειλώντας με νέα νομοθετική ρύθμιση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Κανονικό déjà vu πέντε χρόνια μετά.

Οι τράπεζες όλο αυτό το διάστημα αντιτείνουν ότι τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν μόλις το 16,18% των εσόδων τους, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός ξεπερνά το 28% υπονοώντας ότι πρέπει να αυξηθούν και άλλο. Λένε τη μισή αλήθεια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από προμήθειες προϊόντων διαχείρισης περιουσίας. Κερδίζουν οι πελάτες τους και επ’ αυτού μένει μια προμήθεια και για το τραπεζικό ίδρυμα που συνέβαλε στο θετικό αποτέλεσμα. Οι ελληνικές τράπεζες αντίθετα, δίνουν μηδέν επιτόκιο στις καταθέσεις και κερδίζουν από τις πληρωμές που κάνουν οι πελάτες τους, μέσω των δικτύων τους. Από τον λογαριασμό του ρεύματος ή τηλεφωνίας και από την κάρτα που θα χάσει ο πελάτης τους. Πρόκειται για υπηρεσίες που οι ευρωπαϊκές τράπεζες τις παρέχουν ως επί το πλείστον δωρεάν ή τις χρεώνουν ως μέρος ενός συνολικού πακέτου εξυπηρέτησης του πελάτη. Δουλεύουν και κερδίζουν. Οι δικές μας δουλεύουν λιγότερο και θέλουν να κερδίζουν το ίδιο. Και όλοι εμείς οι πελάτες των τραπεζών, συνεχίζουμε να πληρώνουμε και να ζούμε ξανά και ξανά τις ίδιες υπουργικές προειδοποιήσεις, χωρίς να αλλάζει τίποτα…