Απόψε στις 21.00 (04:00 ξημερώματα Παρασκευής στην Ελλάδα) θα λάβει χώρα για πρώτη στην ιστορία των ΗΠΑ, ντιμπέιτ μεταξύ ενός εν ενεργεία προέδρου Τζο Μπάιντεν και ενός πρώην προέδρου, Ντόναλτ Τραμπ.
Ως γνωστόν, στο σημερινό ντιμπέιτ, θα σπάσει η παράδοση των προηγούμενων με ένα νέο σύνολο κανόνων, τους οποίους έθεσαν οι δύο υποψήφιοι.
Πέραν, όμως των διαδικαστικών παραμέτρων, η πρώτη φετινή προεδρική συζήτηση θα είναι πολύ διαφορετική, ίσως σε αντίθεση με οποιαδήποτε προηγούμενη σύμφωνα με δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικό Foreign Policy.
Όπως μεταδίδουν τα αμερικανικά ΜΜΕ, το ντιμπέιτ θα διαρκέσει 90 λεπτά πράγμα που σημαίνει ότι γενικά οι υποψήφιοι έχουν ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο και ως εκ τούτου περιορίζονται σε ζητήματα κυρίως εσωτερικής πολιτικής.
Η εξωτερική πολιτική είναι ένα ιδιαίτερα σπάνιο σημείο εστίασης σε αυτά τα ντιμπέιτ, και πολλά από αυτά που λέγονται για τέτοια διεθνή ζητήματα πολλές φορές περισσότερο μπερδεύουν παρά διαφωτίζουν τους Αμερικανούς πολίτες, σύμφωνα με ειδικούς.
«Αλλά το ντιμπέιτ αυτής της εβδομάδας μεταξύ του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του προέδρου Τζο Μπάιντεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση» αναφέρει ο ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Ώστιν στις ΗΠΑ Τζέρεμι Σούρι.
Τι θα αλλάξει
Μέχρι σήμερα, υπήρχε συναίνεση σε όλους σχεδόν τους Αμερικανούς προέδρους σε βασικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, αυτή τη φορά ο Τραμπ και το επιτελείο του έχουν διατυπώσει θέσεις εξωτερικής πολιτικής που αμφισβητεί τους βασικούς στόχους του Μπάιντεν, σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό.
«Ο σημερινός πρόεδρος έχει υπερασπιστεί σθεναρά το ΝΑΤΟ και άλλες παραδοσιακές αμερικανικές συμμαχίες, έχει καταδικάσει τη ρωσική επιθετικότητα, έχει υποστηρίξει την εκτεταμένη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία και έχει μιλήσει εύγλωττα για τον παραδοσιακό ρόλο της Ουάσιγκτον ως υποστηρικτής της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Αυτές οι θέσεις θα ήταν γνωστές στους προηγούμενους προέδρους» λέει ο Σούρι.
Ωστόσο, από το 2021 ο Τραμπ έχει κατακεραυνώσει αυτές τις θέσεις περισσότερο από οποιονδήποτε υποψήφιο μετά τον Χέρμπερτ Χούβερ, τον απομονωτιστή πρόεδρο της δεκαετίας του 1930, καταδικάζοντας τις αμερικανικές συμμαχίες, δικαιολογώντας τη ρωσική επιθετικότητα, απορρίπτοντας τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία και, αποδοκιμάζοντας την «διάδοση» της δημοκρατίας στο εξωτερικό, αναφέρει ο Σούρι.
Το βάθος των διαφορών τους θα αποκαλυφθεί όταν ερωτηθούν για την Ουκρανία και την Γάζα.
Για τον Αμερικανό ειδικό, η αντίθεση μεταξύ του διεθνισμού του Μπάιντεν και του απομονωτισμού του Τραμπ είναι πιο έντονη από οποιαδήποτε στιγμή στην ιστορία των τηλεοπτικών ντιμπέιτ προεδρικών συζητήσεων.
«Διαφέρουν θεμελιωδώς ως προς τα αμερικανικά συμφέροντα, τις απειλές και τις ευκαιρίες. Εάν η γλώσσα των ντιμπέιτ για την εξωτερική πολιτική στο παρελθόν επικεντρωνόταν στο ποιος θα μπορούσε να επιδιώξει κοινούς στόχους με περισσότερη ισχύ, η τρέχουσα ρητορική αφορά στο ποιοι θα έπρεπε να είναι αυτοί οι στόχοι: μια παγκόσμια Αμερική ή μια Αμερική «φρούριο».
Σίγουρα, τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Μπάιντεν συμφωνούν στη προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από τον αθέμιτο εξωτερικό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα από την Κίνα Ωστόσο, διαφωνούν στο ποιος είναι καλύτερος να προστατεύει τις βιομηχανίες των ΗΠΑ, ειδικά σε αμφιταλαντευόμενες Πολιτείες, χωρίς να ανοίγουν αγορές ή να συνεργάζονται με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Το βάθος των διαφορών τους θα αποκαλυφθεί όταν ερωτηθούν για την Ουκρανία και την Γάζα.
Ο Μπάιντεν θα υπερασπιστεί την αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία ως απαραίτητη για τη δυτική συμμαχία και την παγκόσμια δημοκρατία. Θα καταδικάσει τον Τραμπ επειδή αρνείται τις απειλές κατά της αμερικανικής ασφάλειας από τη Ρωσία και την Κίνα, που υπονομεύει την αξιοπιστία των ΗΠΑ στο εξωτερικό και ότι εγκαταλείπει την παγκόσμια υπεράσπιση της δημοκρατίας.
Ο Μπάιντεν θα λάβει τα εύσημα για την αποκατάσταση της αμερικανικής ισχύος και κύρους και θα ζωγραφίσει μια εικόνα ενός νέου ψυχρού πολέμου όπου οι ΗΠΑ μπορούν και πρέπει να ηγηθούν, σύμφωνα με το πρότυπο των τελευταίων 70 ετών.
Οι θέσεις Τραμπ
Ο Τραμπ θα τα αρνηθεί όλα αυτά και θα καταδικάσει τους υπερασπιστές των κυρίαρχων στόχων εξωτερικής πολιτικής ως προδότες.
Θα υποστηρίξει την αμερικανική ισχύ, αλλά με μονομερείς κινήσεις, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι τα αμερικανικά συμφέροντα εξυπηρετούνται με την υπεράσπιση της Ουκρανίας και άλλων συμμάχων. Θα δώσει έμφαση σε δυιεθευτήσεις με αυταρχικούς ηγέτες κρατών, λέει ο Σούρι, όπως της Ρωσίας, τη Σαουδικής Αραβίας, της Βόρεια Κορέας και της Κίνας- που προσφέρουν άμεσα οφέλη στους Αμερικανούς στο εσωτερικό.
Επίσης θα υποσχεθεί ότι θα χρησιμοποιήσει συντριπτική στρατιωτική δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων, όταν βολεύει μόνο τις ΗΠΑ.
Οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ θα είναι πιο ξεκάθαρες όταν ρωτηθούν για τον πόλεμο στη Γάζα επισημαίνει ο Σούρι.
«Ο Μπάιντεν διατυπώνει την παραδοσιακή αμερικανική θέση της ισχυρής υποστήριξης προς το Ισραήλ και της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων μέσω μιας λύσης δύο κρατών. Ο Τραμπ απορρίπτει οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική φωνή για τους Παλαιστινίους και η υποστήριξή του στο Ισραήλ είναι πιο μιλιταριστική. Δεν έχει καμία επιθυμία να ενεργήσει ως έντιμος μεσίτης στην ταραγμένη περιοχή. Ο Τραμπ είναι ο πρώτος σοβαρός υποψήφιος για την προεδρία που επιδιώκει λύση ενός κράτους, με ελάχιστη ή καθόλου παλαιστινιακή εκπροσώπηση».
«Οι υποψήφιοι προσφέρουν δύο ξεχωριστές εξωτερικές πολιτικές, και αυτό θα πρέπει να είναι εμφανές στη συζήτηση, όπως ποτέ άλλοτε», εξηγεί ο Σούρι, επισημαίνοντας όμως ότι παρ’ όλα αυτά, δύο υποψήφιοι, «δεν θα προσφέρουν πολλές λεπτομέρειες για το πώς θα εφαρμόσουν τις διαφορετικές πολιτικές τους».