«Η μέρα της μαρμότας» είναι μια ταινία που γυρίστηκε προκειμένου οι έλληνες δημοσιογράφοι να ξεκινούν κομμάτια με θέμα κάτι που επαναλαμβάνεται συνέχεια. Ειδικά τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο άκμαζαν και τα περιοδικά, ήσουν υποχρεωμένος, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, να ξεκινήσεις κομμάτι με αναφορά στο συγκεκριμένο φιλμ. Θα ξεφύγω από τον κανόνα μέσω της «Λευκής Αρκούδας» – του δεύτερου επεισοδίου στη δεύτερη σεζόν του «Black Mirror». Μια γυναίκα ξυπνάει το πρωί σε ένα σπίτι και δεν ξέρει ποια είναι και τι κάνει εκεί. Βγαίνει στον δρόμο και βλέπει ανθρώπους που καταγράφουν κάθε της κίνηση μέσω των κινητών τους τηλεφώνων. Κάποια στιγμή καταδιώκεται, νομίζει ότι θα πεθάνει, αλλά στο τέλος τη φορτώνουν σε μια καρότσα και τη διαπομπεύουν.

Είναι η ποινή της ως δολοφόνου. Και βρίσκεται έγκλειστη σε μια φυλακή που κόβει εισιτήρια. Το βράδυ, όταν την επανατοποθετούν στο σπίτι, δέχεται ένεση που της προκαλεί γενική αμνησία. Και το επόμενο πρωί ξεκινάει ακριβώς το ίδιο έργο. Συγγνώμη για το spoiler, αλλά πέρασαν έντεκα χρόνια από την προβολή του επεισοδίου. Ομως χθες το πρωί μπήκα στη θέση της γυναίκας. Εκανα καφέ, στήθηκα μπροστά στην τηλεόραση και παρακολούθησα ένα ποτάμι μπούρδας να πλημμυρίζει κάθε πίξελ της οθόνης. Και συνειδητοποίησα ότι η κάθε μέρα μου ξεκινά με ένα είδος αισθητικής κακοποίησης και ασυνάρτητης αυτοαναφορικής παραδοξολογίας – μπορούσα να το εκφράσω με μία λέξη, αλλά θα μου την έκοβαν στη διόρθωση.

Και, ξέρετε, είναι η πρώτη φορά που, ενώ η πολιτική ζωή προσφέρει συναρπαστικό θέαμα ξεκατινιάσματος, το κοινό δεν ασχολείται. Ισως επειδή προτιμά τα celebrities από τους πολιτικούς. Για αυτό και σταδιακά εκδηλώνει την τάση αντικατάστασής τους με αυθεντικούς ανθρώπους του θεάματος – ο Κασσελάκης είναι ένας από αυτούς. Και τους ακούς στα πάνελ ή διαβάζεις τις παρεμβάσεις τους διά των οποίων εκφράζουν ανησυχία για την απομάκρυνση του κόσμου από την πολιτική. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Λένε ότι μπαίνουν στην πολιτική για να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου. Στην πρωινή τηλεόραση ο κόσμος καταλαβαίνει ότι μπαίνουν στην πολιτική για να λύσουν τα δικά τους.