Η Ουάσιγκτον δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει την υπονόμευση της οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, εκτιμά στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Τζον Σιτιλίδης, ειδικός γεωπολιτικής στρατηγικής στην Trilogy Advisors, πρώην σύμβουλος διπλωματίας στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος θα συμμετέχει στο 28th Government Roundtable του «Economist», που θα πραγματοποιηθεί 2-4 Ιουλίου στο Grand Resort Lagonissi.

«Ο συγκεκριμένος εκλογικός κύκλος στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κρίσιμος επειδή το πολιτικό σώμα βρίσκεται σε εξαιρετικά πολωμένη στιγμή, είμαστε 50-50 και αντί να αντιμετωπίζουμε αυτή την ισορροπία με μετριοπάθεια προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, κάθε διοίκηση χρησιμοποιεί την εκτελεστική εξουσία για να προωθήσει ομοσπονδιακές πολιτικές προς μια πολύ ισχυρή κατεύθυνση, τις οποίες ο επόμενος πρόεδρος ακυρώνει. Αν εκλεγεί ο Τραμπ, πιθανότατα θα καταργήσει πολλές από τις πολιτικές του Μπάιντεν και θα εφαρμόσει πολλές από τις πολιτικές που θεσπίστηκαν μεταξύ 2016 και 2020» επισημαίνει ο ελληνοαμερικανός ειδικός. Ανατροπή αναμένεται και στην εξωτερική πολιτική σε περίπτωση επανεκλογής Τραμπ. «Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, οι εντάσεις στην Ταϊβάν, οι απειλές από τη Βόρεια Κορέα προς την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, μια σειρά από ζητήματα σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής προσφυγικής κρίσης στο Σουδάν, οι ενεργειακές πολιτικές υπό την πολύ σοβαρή συζήτηση σχετικά με το εάν οι καθαρές μηδενικές φιλοδοξίες μπορούν να πραγματοποιηθούν μέχρι το 2035 ή το 2050, η απειλή απόκτησης πυρηνικού όπλου από το Ιράν στο εγγύς μέλλον, όλα αυτά θα συζητηθούν έντονα τους επόμενους πέντε μήνες μεταξύ του προέδρου Μπάιντεν και του πρώην προέδρου Τραμπ. Αν κερδίσει ο Τραμπ, θα δούμε μια πολύ διαφορετική εξωτερική πολιτική από αυτή επί κυβέρνησης Μπάιντεν» εκτιμά.

Θα καταφέρουν να διατηρήσουν οι ΗΠΑ τον ηγετικό τους ρόλο παγκοσμίως σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων γεωπολιτικών κρίσεων; τον ρωτάμε. «Οι ΗΠΑ παραμένουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, όμως αμφισβητείται με τρόπο που δεν έχει γίνει ποτέ πριν στην ιστορία μας. Σήμερα η κομμουνιστική Κίνα έχει μια πολύ ισχυρή και τεχνολογικά προηγμένη οικονομία, επιτυγχάνει παγκόσμια ικανότητα προβολής ισχύος και θέτει σε αμφισβήτηση την αμερικανική πρωτοκαθεδρία τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Επιπλέον οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν την επόμενη δεκαετία δύο πυρηνικούς αντιπάλους. Με τη Σοβιετική Ενωση είχαμε έναν. Τώρα έχουμε δύο. Η Ρωσία έχει ακόμη το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, έχουν στο δόγμα τους την τακτική χρήση πυρηνικών όπλων, ενώ η Κίνα χτίζει πυρηνική ικανότητα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Δεν νομίζω ότι η Ουάσιγκτον έχει προετοιμαστεί για την πρόκληση αυτή. Ο κόσμος θα είναι διαφορετικός το 2030 και το 2040 από ό,τι ήταν το 1995».

Θεωρεί ότι «οι ΗΠΑ έχουν χάσει τη σημασία της μεγάλης στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική με δύο κραυγαλέα παραδείγματα. Πρώτον, οι αμερικανοί Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί μαζί καλωσόρισαν την Κίνα στον ΠΟΕ το 2001 και έκτοτε η κινεζική οικονομία απογειώθηκε, φτάνοντας να προκαλεί την αμερικανική οικονομική, τεχνολογική και τελικά στρατιωτική υπεροχή. Η Κίνα δεν λογοδότησε ποτέ για παραβίαση κανόνων και προτύπων του ΠΟΕ. Δεύτερον, όταν έχουμε να κάνουμε με τις δύο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στην ευρασιατική ήπειρο, τη Ρωσία και την Κίνα, η μεγάλη στρατηγική των ΗΠΑ ήταν πάντα να διασφαλίζεται ότι καμιά από αυτές δεν είναι πιο κοντά στην άλλη από ό,τι η καθεμία με τις ΗΠΑ. Ομως, ενθαρρύνοντας την Ουκρανία ότι μπορούσε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, κάτι που η Ρωσία είχε θέσει ως κόκκινη γραμμή, έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και φέραμε τη Ρωσία πιο κοντά στην Κίνα. Εχουμε τώρα αυτόν τον άξονα επιθετικότητας. Η κομμουνιστική Ρωσία, η αυταρχική Κίνα, το αυτοκρατορικό Ιράν και η Βόρεια Κορέα συνεργάζονται για να υπονομεύσουν τις ΗΠΑ και τη Δύση σχεδόν σε κάθε φάσμα των διεθνών σχέσεων. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό. Πρέπει να προσαρμοστούμε ρεαλιστικά με σκληρές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουμε έναν πολύ δύσκολο κόσμο που έχουμε μπροστά μας, όχι μόνο στον στρατιωτικό τομέα, αλλά και στον τεχνολογικό, όπου αναπτύσσονται νέα μέτωπα στην τεχνητή νοημοσύνη, στην κυβερνοασφάλεια, στη στρατιωτικοποίηση του Διαστήματος».

Κατά τον Σιτιλίδη, οι ΗΠΑ «έστειλαν λάθος μηνύματα με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν με αποτέλεσμα την αύξηση της επιθετικότητας ανά τον κόσμο». Την εντοπίζει στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, όπου με τις επιθέσεις της Χαμάς και της Χεζμπολάχ εναντίον του Ισραήλ προβλέπει «έναν πόλεμο δύο μετώπων», στον Ινδο-ειρηνικό με την αυξημένη πολεμική της Κίνας κατά της Ταϊβάν, της Ινδίας, των Φιλιππίνων και της Ιαπωνίας. «Είναι αποτελέσματα της αποτυχημένης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Οι αντίπαλοί μας εντοπίζουν αδυναμία στη Δύση» τονίζει.

Εκφράζει, ειδικότερα, ανησυχία για τη Μέση Ανατολή. «Είναι ένας πόλεμος του Ιράν κατά του Ισραήλ, κατά των σουνιτών Αράβων και κατά των ΗΠΑ. Δεν θα μπορούσε η Χαμάς να αναλάβει την αγριότητα των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου χωρίς την ενεργό οργάνωση, χρηματοδότηση και εκπαίδευση από το Ιράν. Το ίδιο ισχύει και για τη Χεζμπολάχ. Η ισραηλινή κυβέρνηση έχει την απόλυτη ευθύνη να προστατεύσει τους πολίτες της. Η Χαμάς είναι ένας στόχος στη Γάζα, αλλά το Ισραήλ ετοιμάζεται να επιτεθεί κατά της Χεζμπολάχ. Υπάρχουν επίσης οι οργανωμένοι, χρηματοδοτούμενοι και εκπαιδευμένοι από το Ιράν Χούθι που έχουν προκαλέσει κατάρρευση της ναυτιλίας μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Εχουμε μια περίπλοκη κατάσταση που υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που συμβαίνει στη Γάζα και αφορά την πιθανότητα μιας ευρύτερης σύρραξης όχι μόνο στον Λίβανο, αλλά πιθανώς μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη στρατηγική μας στη Μέση Ανατολή» επισημαίνει.

Τονίζει επίσης τον κίνδυνο να αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν. «Η ιρανική κυβέρνηση προχωρά γρήγορα με τις προσπάθειές της να αποκτήσει πυρηνικά όπλα που θα μπορούσαν να χτυπήσουν στόχους στην Ελλάδα, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στη Νότια Ασία, στη Βορειοανατολική Αφρική. Το στρατηγικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή δεν είναι το μέλλον της Γάζας. Είναι το αν το Ιράν γίνεται πυρηνική δύναμη και ο αντίκτυπός του στη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή. Διότι μπορεί τότε να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος και στη συνέχεια η Τουρκία, με αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή της στρατηγικής ισορροπίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο».