Το («Νέο», για να ξεχωρίσει από το αυθεντικό, του 1936) «Λαϊκό Μέτωπο» στη Γαλλία είναι παιδί εξαιρετικών περιστάσεων. Δεν αποτελεί κόμμα αλλά συνεννόηση μεταξύ αορίστως «αριστερών» κομμάτων – το παρακμασμένο αλλά ανακάμψαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη ριζοσπαστική, λαϊκιστική και απομυθοποιημένη Ανυπότακτη Γαλλία, Οικολόγους με κομμένα φτερά και ένα παραπαίον επί δεκαετίες Κομμουνιστικό Κόμμα – για στήριξη κοινών υποψηφίων στις επικείμενες, πρόωρες και εντελώς εκτός προγράμματος, βουλευτικές εκλογές. Τη σύμπηξη αυτής της καθαρά εκλογικής συμμαχίας κατέστησαν δυνατή δύο γαλλικές ιδιαιτερότητες. Πρώτον, ένα εκλογικό σύστημα που ευνοεί τέτοιου είδους συνασπισμούς, αφού η εκλογή γίνεται σε μονοεδρικές περιφέρειες και σε δύο γύρους, κάτι που επιτρέπει συνεννοήσεις για κοινούς υποψηφίους στον πρώτο γύρο και προσχωρήσεις υπέρ του «μικρότερου κακού», δηλαδή εναντίον της Ακροδεξιάς, στον δεύτερο γύρο. Και, δεύτερον, την εντελώς ρεαλιστική, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική γαλλική ιστορία, απειλή ανόδου στην εξουσία – πρώτα στην πρωθυπουργία και ίσως μετά και στην Προεδρία της Δημοκρατίας – ενός ακροδεξιού, ξενοφοβικού, ρατσιστικού, ανοιχτά αντιελευθεριακού και καλυμμένα αντιευρωπαϊκού κόμματος, που είναι βέβαιο – ούτε το ίδιο το κρύβει – ότι θα αναποδογύριζε όχι μόνο το γαλλικό πολιτικό σύστημα, αλλά και την ίδια τη γαλλική ιδέα περί Δημοκρατίας: αυτή τη Republique, που σημαίνει συγχρόνως ελευθερία, ανοχή και οικουμενικότητα. Μπροστά σε μια τέτοια απειλή, πολιτικές δυνάμεις που τις χωρίζουν πολλά αλλά τις ενώνουν δύο θεμελιώδη – η πίστη στη Republique και η εξάντληση της ανοχής στον πρόεδρο Μακρόν, υπεύθυνο, στα μάτια τους, για το ρίσκο κατάλυσης της Republique – αποφάσισαν, απολύτως λογικά και αρκετά γενναία, να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Χωρίς να κρύβουν τις ιδεολογικές, πολιτικές και ψυχικές διαφορές τους και νερώνοντας αμοιβαία το προεκλογικό κρασί τους – κάτι που φαίνεται στο πολύ γενικευτικό, αρκούντως ριζοσπαστικό και σε πολλά σημεία του μη ρεαλιστικό, ιδίως εν όψει της οικονομικής κατάστασης της Γαλλίας, πρόγραμμα διακυβέρνησης (αυξήσεις μισθών, σύνταξη στα 60, πλήρης αναβάθμιση της Παιδείας και μαζικές προσλήψεις στα νοσοκομεία, φορολογική «επανάσταση», άνοιγμα στους μετανάστες, πλημμυρίδα «πράσινων» προγραμμάτων, ενεργός συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά «άρνηση» του Συμφώνου Σταθερότητας).
Η συζήτηση που γίνεται, προς το παρόν ανεπίσημα και μάλλον πρόχειρα, για τη σύμπηξη ενός αντίστοιχου «μετώπου» στην Ελλάδα πάσχει δομικά. Στη χώρα μας, ιδίως υπό την παρούσα συγκυρία, λείπουν όλα τα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν ένα τέτοιο διάβημα: ο εκλογικός νόμος όχι απλώς δεν ευνοεί αλλά στην ουσία απαγορεύει μια σύμπραξη ανεξάρτητων κομμάτων, την ένωση κανένα από τα κόμματα δεν την επιθυμεί, οι εκλογές είναι μακριά, η χώρα δεν διατρέχει τον θανατηφόρο κίνδυνο ούτε της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία ούτε της ακυβερνησίας (στην οποία πιθανότατα θα καταλήξει η Γαλλία). Λείπουν εντελώς και οι πολιτικές προϋποθέσεις: το «να φύγει ο σημερινός πρωθυπουργός» ούτε αρκεί ούτε αποτελεί πρόγραμμα, ενώ οι δυνητικοί συνομιλητές είναι μόνο δύο και με, κυριολεκτικά, καμένες γέφυρες: σε αμφότερα τα κόμματα οι διεργασίες, και οι φιλοδοξίες, είναι προσωποκεντρικές, ενώ ούτε το κυβερνητικό παρελθόν ούτε η πρόσφατη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αφήνουν περιθώρια για εγκατάλειψη ενός παρωχημένου ριζοσπαστισμού και μιας εξουσιαστικής αλαζονείας. Το μόνο κοινό με τη γαλλική περίπτωση είναι ότι προϋπόθεση για οποιαδήποτε «συνομιλία» είναι η ανατροπή των εσωτερικών συσχετισμών δυνάμεων και η επικράτηση της σοσιαλδημοκρατικής έναντι της λαϊκιστικής συνιστώσας. Αυτή η ανατροπή ξεπερνά ασφαλώς τα πρόσωπα, αλλά τα σημερινά πρόσωπα την καθιστούν σχεδόν αδύνατη.