Οι συνέπειες της Covid αντιμετωπίζονται από πολλούς επιστήμονες ως «μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους», λέει ο Τζέρεμι Φάραρ, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Μπορεί, λοιπόν, η συγκεκριμένη ασθένεια να μη χαρακτηρίζεται πλέον ως θανάσιμη απειλή για την παγκόσμια υγεία, όμως, τα κρούσματα δεν έχουν σταματήσει – αντιθέτως, μάλλον εκδηλώνονται κατά κύματα – ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται και φαινόμενα που μπορούν να χαρακτηριστούν «παράπλευρες συνέπειες».
Για του λόγου το αληθές, σε ανασκόπηση έρευνας του Bloomberg και της Εταιρείας Πρόγνωσης Λοιμωδών Νοσημάτων Airfinity Ltd με έδρα το Λονδίνο που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό British Medical Journal υπογραμμίστηκε η παγκόσμια αύξηση των μεταδοτικών νοσημάτων στη μεταπανδημική περίοδο. Ειδικότερα, 13 μεταδιδόμενες ασθένειες – από το κοινό κρύωμα και την εποχική γρίπη μέχρι την ιλαρά και τη φυματίωση – εμφανίζονται σε πολλές περιοχές με συχνότητα μεγαλύτερη εκείνης που είχε καταγραφή πριν από την εμφάνιση της Covid. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» η Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, παθολόγος και καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «σε ανάλυση που διεξήχθη με δεδομένα από 60 οργανισμούς και φορείς δημόσιας υγείας, από τις αρχές του 2022, 44 χώρες έχουν βιώσει δεκαπλάσια συχνότητα εμφάνισης τουλάχιστον μιας από τις 13 μολυσματικές ασθένειες σε σύγκριση με την αρχική τιμή πριν από την πανδημία».
Στο σχετικό ρεπορτάζ στο Bloomberg για τη συγκεκριμένη έρευνα γίνεται λόγος για «μια μετά Covid πραγματικότητα που έχει αρχίσει να αναδεικνύεται: όλοι, παντού, αρρωσταίνουν πλέον πολύ πιο συχνά», με ιδιαίτερη, μάλιστα, αναφορά στο αποκαλούμενο «χρέος ανοσίας». Φυσικά, η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς, πέρα από την έξαρση σε κρούσματα Covid που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες, o ΕΟΔΥ έχει χτυπήσει καμπανάκι και για την αύξηση των λοιμώξεων από κοκκύτη. Ποιοι λόγοι, λοιπόν, συντελούν στην έξαρση ασθενειών στη μεταπανδημική εποχή;
Τα εμβόλια και η κλιματική αλλαγή
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των κρουσμάτων την τελευταία περίοδο γρίπης ήταν 75% υψηλότερος στην Ευρώπη και 28% υψηλότερος στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το 2019. Μάλιστα, τα κρούσματα του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού έχουν σχεδόν διπλασιαστεί σε περιοχές της Αυστραλίας σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν. Κατά τη Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, αυτό μπορεί να οφείλεται στο «χρέος ανοσίας»: μετά τη θωράκιση απέναντι σε παθογόνους μικροοργανισμούς ρουτίνας κατά τη διάρκεια του lockdown, οι ανθρώπινοι έμειναν ευάλωτοι όταν η ζωή επέστρεψε στο φυσιολογικό.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό: «Το “ανοσιακό χρέος” είναι η ελλιπής διέγερση του ανοσοποιητικού, είτε λόγω των μειωμένων κυκλοφορούντων αναπνευστικών ιών με τη χρήση μη φαρμακευτικών μέτρων πρόληψης, όπως η χρήση μάσκας, αντισηψίας κ.λπ. είτε λόγω της παράλληλης μείωσης του εμβολιασμού εναντίον άλλων λοιμώξεων. Για παράδειγμα, με τη χρήση μάσκας κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν είχαμε – ή είχαμε ελάχιστες συγκριτικά – νοσήσεις από άλλους αναπνευστικούς ιούς. Επομένως, μετά το τέλος πανδημίας, ακριβώς και λόγω της χρήσης ευρέως του εμβολιασμού για τον κορωνοϊό, αφαιρέσαμε τις μάσκες και πλέον πολύ περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν αναπτύξει αντισώματα για τα υπόλοιπα μεταδοτικά και κολλούσαν πολλαπλάσια άτομα από ό,τι πριν» εξηγεί η ίδια.
Μειωμένη έκθεση στα παθογόνα
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Παρασκευής εξηγεί, αναφερόμενος κυρίως στους ανηλίκους:
«Στους ενηλίκους η ανοσία έχει ατονήσει σε μικρότερο βαθμό και ο αριθμός των λοιμώξεων δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο στα παιδιά. Ομως και σε αυτήν την περίπτωση έπαιξε ρόλο η μειωμένη έκθεση στα παθογόνα. Αν εξαιρέσουμε τα νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβολιασμό, η ανοσία στα παιδιά αναπτύσσεται μέσω επαφής με άλλα άτομα και έκθεσης σε λοιμογόνους παράγοντες. Λόγω της περιορισμένης κυκλοφορίας των παθογόνων που προκαλούν νοσήματα του αναπνευστικού τα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας, η έκθεση του πληθυσμού σε αυτά ήταν πολύ χαμηλή».
Ωστόσο, το «χρέος ανοσίας» αποτελεί ένα από τα κομμάτια του παζλ. Το πλήγμα που δέχθηκε ο θεσμός του εμβολιασμού από όσα συνέβησαν κατά την πανδημική περίοδο αποδεικνύεται στην πορεία μεγαλύτερο από ό,τι είχε υπολογιστεί. Και γι’ αυτό, φυσικά, δεν ευθύνεται αποκλειστικά το αντιεμβολιαστικό κίνημα των «ψεκασμένων», αλλά και η διαχείριση που έγινε από πλευράς κυβερνήσεων και εταιρειών.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η μείωση των εμβολιασμών για άλλα μεταδοτικά νοσήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ιδίως για τα παιδιά – λόγω των διαταραγμένων αλυσίδων εφοδιασμού και του lockdown – είναι πιθανό να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ιλαρά, την πολιομυελίτιδα, τη φυματίωση και τον κοκκύτη, δηλαδή ασθένειες που προλαμβάνονται με εμβολιασμό: «Στοιχεία από τη UNICEF δείχνουν ότι 25 εκατ. παιδιά έχασαν τουλάχιστον μία δόση από τα τρία εμβόλια κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκκύτη το 2021, με μόλις το 81% να παίρνει και τις τρεις δόσεις – το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 ετών. Η Ισπανία έχει ήδη σημειώσει αύξηση 134% μετά την πανδημία στα κρούσματα κοκκύτη, με τη Γαλλία, τη Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο να αναμένεται επίσης να ξεπεράσουν τα προ πανδημίας επίπεδα τους επόμενους μήνες. Η ιλαρά είναι μια άλλη ασθένεια σε άνοδο. Περισσότερα από 1,8 εκατ. παιδιά σε 20 χώρες στην Ευρώπη έχασαν το εμβόλιο ιλαράς μεταξύ 2020 και 2022, με τα ποσοστά εμβολιασμού να πέφτουν κάτω από το 90%. Οι ευρωπαϊκές χώρες, δε, παρουσίασαν 30πλάσια αύξηση των κρουσμάτων το 2023».
Είμαστε ευαίσθητοι στα μικρόβια
Ο παθολόγος – κλινικός φαρμακολόγος Αναστάσιος Σπαντιδέας υπογραμμίζει τη σημασία της διενέργειας αναμνηστικών δόσεων των εμβολίων για την πρόληψη της νόσησης: «Τα εμβόλια μας προστατεύουν τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, δηλαδή 10 με 15 χρόνια και χρειάζονται μία αναμνηστική δόση κάθε 10 χρόνια τουλάχιστον, ούτως ώστε να ενισχύεται ο οργανισμός με παραγωγή αντισωμάτων. Ολοι, πρακτικά, είμαστε ευαίσθητοι σε αυτά τα μικρόβια, διότι – ιδίως αν είμαστε και κάποιας ηλικίας – έχει εξασθενήσει το ανοσοποιητικό και πολύ εύκολα μπορούμε να κολλήσουμε. Γι’ αυτό παρατηρείται αυτή η έξαρση».
Ανεξάρτητα από την πανδημία, η κλιματική αλλαγή φαίνεται πως αποτελεί έναν δυσμενή παράγοντα εξάπλωσης ασθενειών, όπως η χολέρα και ο δάγκειος πυρετός, που μεταδίδονται στον άνθρωπο από μολυσμένα κουνούπια: «Τα νοσήματα από διαβιβαστές, όπως τα κουνούπια, καθώς και από κρότωνες ή παράσιτα, όπως και οι τροφιμογενείς λοιμώξεις (λόγω ελλιπούς ψύξης) έχουν αυξητική τάση. Η αύξηση των αναπνευστικών λοιμώξεων, μάλιστα, επιδεινώνεται και από τη γενικότερη μόλυνση της ατμόσφαιρας, όπως για παράδειγμα από την αφρικανική σκόνη, η οποία αυξάνεται σε συχνότητα, ένταση και διάρκεια – τουλάχιστον στη Νότια Ευρώπη» υπογραμμίζει η Θεοδώρα Ψαλτοπούλου.
Χειρότερη εικόνα στις χώρες που τα πήγαν καλά στην πανδημία
Μια από τις πιο εντυπωσιακές διαπιστώσεις πάντως είναι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται πως υπάρχει σε εκείνες τις χώρες που κατά γενική ομολογία τα πήγαν καλύτερα στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οπως δηλώνει ο Κρίστοφερ Μάρεϊ, διευθυντής του Institute for Health Metrics and Evaluation, χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Σιγκαπούρη εμφανίζουν τώρα δείκτες θνησιμότητας μεγαλύτερους από τον συνήθη μέσο όρο. Αντιθέτως, σε άλλες οι οποίες γνώρισαν τραγωδίες, ανάμεσά τους η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ρωσία, η εικόνα σήμερα είναι σαφώς καλύτερη.
Ειδικά όσον αφορά τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη βάση δεδομένων της Eurostat, ενδεχομένως δεν είναι τυχαίο ότι σε όλους σχεδόν τους μήνες του 2023 (με εξαίρεση τον Φεβρουάριο) οι δείκτες θνησιμότητας ήταν υψηλότεροι από τον συνήθη μέσο όρο, κατά ένα ποσοστό που ποίκιλλε από το 4% ως το 12%. Οσο για τον Απρίλιο του 2024, υπερέβησαν τον μέσο όρο χώρες όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Αυστρία και η Γερμανία, ενώ κάτω από αυτόν ήταν άλλες, συμπεριλαμβανομένων της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας, της Ιταλίας αλλά και της Ελλάδας. «Γιατί να είναι η εικόνα χειρότερη σε χώρες οι οποίες έκαναν καλή δουλειά (στην COVID); Μοιάζει λίγο παράδοξο. Ισως αυτό να έγινε επειδή σε αυτές τις χώρες έμειναν ζωντανοί άνθρωποι πιο ηλικιωμένοι και γενικώς ευάλωτοι» προσπαθεί να απαντήσει ο Μάρεϊ στο ερώτημα που (ευλόγως) ο ίδιος θέτει.
Από την πλευρά της, η ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντωνία Τριχοπούλου στέκεται στην ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα των ιών και στην ικανότητά τους να ξεγλιστρούν από το ανοσοποιητικό: «Υπάρχουν ένα σωρό καινούργιες μεταλλάξεις που αφορούν είτε τον ιό της COVID-19 είτε άλλους. Οι ιοί έχουν τεράστια προσαρμοστικότητα. Θέλουν να επιζήσουν. Και για να επιζήσουν αλλάζουν συνήθειες. Οταν μεταδίδονται από το ένα άτομο στο άλλο, προσαρμόζονται ανάλογα με τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζουν στον εκάστοτε οργανισμό, είτε αυτές αφορούν το εμβόλιο είτε την ατομική ανοσολογική ικανότητα, και έτσι τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας, αλλά αυτή τη φορά τροποποιημένους».