Το πολιτικό σκηνικό δείχνει να εισέρχεται σε μια φάση ρευστοποίησης, έστω κι αν η γενικότερη εικόνα φαίνεται αμετάβλητη και η κερκίδα εξακολουθεί να βλέπει τη ΝΔ μόνη της στο γήπεδο. Δεν είναι τόσο η μεγάλη εκλογική βουτιά που ήδη προκαλεί παρενέργειες στο κυβερνητικό στρατόπεδο και δοκιμάζει το πλάνο του Κυριάκου Μητσοτάκη, εκείνη που σηματοδοτεί τη ρευστότητα, όσο το ευμετάβλητο τοπίο στην κεντροαριστερή πλευρά του χάρτη – που μπορεί να οδηγήσει σε εμφυλίους διαρκείας ή σε πλήρη αναδιάταξη δυνάμεων. Η κυβέρνηση προφανώς θα επιθυμούσε την πρώτη εξέλιξη, αλλά στη δεύτερη εκδοχή δεν αποκλείεται να βρεθεί σε αχαρτογράφητα νερά. Αν και εφόσον ορθωθεί απέναντί της ένας αξιόπιστος αντίπαλος που θα μπορούσε να αποκτήσει δυναμική. Οι ευρωεκλογές επιβεβαίωσαν ότι ο Μητσοτάκης συνεχίζει να κρατά στα χέρια του και το μαχαίρι και το πεπόνι, αλλά για πρώτη φορά από το 2019 έχουν αρχίσει να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη διάρκεια της κυρίαρχης θέσης. Το αντιλαμβάνεται κανείς από τις πρώτες ηχηρές εσωκομματικές φωνές αμφισβήτησης του κυβερνητικού σχεδιασμού, όπως κι από την αφύπνιση Καραμανλή και Σαμαρά που αποφάσισαν να δηλώσουν από κοινού παρόντες.

Περισσότερο από τις κινήσεις και τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης, ωστόσο, το υπό διαμόρφωση σκηνικό θα καθοριστεί από όσα θα διαδραματισθούν στο κεντροαριστερό πεδίο. Στον άξονα όπου αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, αλλά ακόμη και η Νέα Αριστερά και άλλοι σχηματισμοί που προέκυψαν στη μνημονιακή περίοδο, είναι πρόδηλο ότι οι πλάκες μετακινούνται ίσως περισσότερο κι από την περίοδο 2011-2012. Το ζητούμενο είναι πού θα συναντηθούν και με ποιους πρωταγωνιστές. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι δώδεκα χρόνια νωρίτερα τη μεγάλη μετακίνηση τροφοδότησαν η οργή και ο θυμός, ενώ σήμερα είναι η πολιτική ανάγκη και η παρατεταμένη συρρίκνωση που επιβάλλουν τη νέα ρευστότητα. Ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης γνωρίζουν καλά ότι το κλίμα που διαμορφώνεται θα γίνει προσεχώς ακόμη πιο πιεστικό για τις δικές τους κινήσεις. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι και ποιοι άλλοι παίκτες θα βρεθούν σε μια νέα αφετηρία. Κυρίως επειδή στο τέλος της ημέρας δεν θα έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στην Κουμουνδούρου ή στη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά ποιος θα μπορεί να συντονίσει μια ευρύτερη συστράτευση.

Το κύμα που δημιουργήθηκε το 2012 σήκωσε ψηλά τον Αλέξη Τσίπρα και τον οδήγησε, μέσα στην αντιμνημονιακή εξαλλοσύνη, στο Μέγαρο Μαξίμου. Τους επόμενους μήνες θα κριθεί εάν στην κεντροαριστερή θάλασσα μπορεί να δημιουργηθεί ένα δεύτερο κύμα ή εάν τα στοιχήματα έχουν χαθεί προ πολλού – και κάποια στιγμή όσοι βρίσκονται επί σκηνής θα το αντιληφθούν και θα το αποδεχθούν. Ουδείς αμφιβάλλει ότι ο Αλέξης Τσίπρας, οχυρωμένος στο νεοσύστατο Ινστιτούτο του και επιδιώκοντας να εξωραΐσει μια τοξική εικόνα, θα περιμένει να εκμεταλλευθεί κι ένα δεύτερο κύμα – αυτή τη φορά ως «παράκλητος». Εκείνοι που θα τον φωνάζουν έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συγκινήσουν όσους επενδύουν σε μία νέα μεγάλη συμμαχία. Για τους περισσότερους στη Χαριλάου Τρικούπη, ο Τσίπρας παραμένει ένα βασικό εμπόδιο για κάθε προσέγγιση, έστω κι αν έχει αποτραβηχτεί στα παρασκήνια.

Οπως κι άλλοι πρώην πρωθυπουργοί, ο Τσίπρας δεν ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του, αλλά αναζητεί πρωτίστως τη δική του πολιτική «δικαίωση» που σχεδόν αποκλειστικά περνά μέσα από την επιστροφή. Μόλις στα 50 χρόνια του, άλλωστε, θεωρεί ότι τα παράθυρα ευκαιρίας θα ανοίξουν, πολύ περισσότερο εάν εκείνοι που θα σπεύσουν να πάρουν θέση στην κούρσα θα ακρωτηριασθούν. Το δικό του πρόβλημα είναι ότι οι συνθήκες για μια δική του επανεμφάνιση όχι μόνον δεν δείχνουν να έχουν ωριμάσει, αλλά αμφισβητείται ακόμη και η δυνατότητά του να προσθέσει δυνάμεις. Στο Μέγαρο Μαξίμου καταγράφουν όσα γίνονται στο κεντροαριστερό πεδίο και μετρούν πρόσωπα και καταστάσεις που μπορούν να διαμορφώσουν την επόμενη ημέρα. Περισσότερο απ’ όλα επενδύουν σε μια επανεμφάνιση του Τσίπρα.