Λυπηρό γεγονός το κλείσιμο της «Αυγής». Πρωτίστως επειδή έμειναν – προσωρινά ελπίζω – άνεργοι οι άνθρωποι που εργάζονταν εκεί. Μην κρυβόμαστε ωστόσο πίσω από το δάκτυλό μας: ένα προϊόν, και πνευματικού ακόμα μόχθου, που η ζήτησή του είναι από ελάχιστη έως μηδαμινή, μοιραία θα εκμετρήσει το ζην. Ο Νίκος Καρανίκας είπε κουβέντα σκληρή μα αληθινή. «Εάν δεν είχε βγει σχετική ανακοίνωση, την απουσία της «Αυγής» δεν θα την έπαιρναν χαμπάρι παρά οι τετρακόσιοι ογδόντα καθημερινοί αναγνώστες της». Τετρακόσιοι ογδόντα; Πολλούς λέμε. Αφαιρέστε τα φύλλα που αγοράζονταν από υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και θα μείνουν οι μισοί. Ισως ακόμα λιγότεροι.

Θα μπορούσε βεβαίως η «Αυγή» να αναμορφωθεί ριζικά. Να γίνει ένα έντυπο ταιριαστό με τα γούστα και με τα ενδιαφέροντα του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Με στήλη μόδας, γυμναστικής, ζωοφιλίας, αγοραπωλησίας και διακόσμησης σπιτιών. Πιθανόν μάλιστα τότε να τη διάβαζαν φανατικά και άλλοι πολιτικοί από αντίπαλα κόμματα, που ομνύουν στο ίδιο λάιφ στάιλ.

Είτε να ξεκινήσει ένας έρανος για τη σωτηρία της – θυμάμαι αρκετούς από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια – γονείς, παππούδες, θείες, θείοι μου έδιναν από το υστέρημα τους για να συνεχίσει η «Αυγούλα». Να συνεχίσει να κρέμεται στα περίπτερα, ώστε οι διαβάτες να ρίχνουν ένα βλέμμα και στην άποψη της ανανεωτικής Αριστεράς. Ή να πουλιέται πόρτα – πόρτα από νεολαίους – έχετε ακούσει σχετικές διηγήσεις; – με ζήλο ευαγγελιστών όργωναν οι «Ρηγάδες» όχι απλώς τις γειτονιές αλλά και τα χωριά, έφταναν στις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας για να διαδώσουν το μήνυμα του Λεωνίδα Κύρκου. Ωραίοι καιροί! Εχει περάσει εντούτοις σχεδόν μισός αιώνας…

«Οσο μεγαλώνουμε, γλυκαίνουμε», μου έλεγε ένας εξαιρετικός διαβητολόγος αναφερόμενος στην άνοδο του σακχάρου με την ηλικία. «Οσο μεγαλώνουμε, νοσταλγούμε» θα πρόσθετα εγώ. Οχι μονάχα πρόσωπα που έχουν πεθάνει αλλά και συνήθειες, μικρές και μεγάλες, που τότε ούτε καν εκτιμούσαμε. Η μνήμη μας εξιδανικεύει το παρελθόν, απαλείφει τις δυσάρεστες όψεις του. Ωσπου καταλήγουμε να αναπολούμε έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ.

Πήρα την ιδέα από το μυθιστόρημα του Γκεόργκι Γκoσπαντίνοβ «Χρονοκαταφύγιο». Την εξέλιξα και έχω σκοπό να την παρουσιάσω σε τουριστικούς επιχειρηματίες. Εκτός από διακοπές σε ειδυλλιακούς προορισμούς, να αρχίσουν να οργανώνουν και ταξίδια στο παρελθόν. Δεν απαιτείται η εφεύρεση κάποιας συσκευής σαν κι εκείνες που βλέπουμε στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Αρκεί να χτιστούν θεματικά πάρκα, με τη γνώση των ιστορικών επιστημόνων και την τέχνη των σκηνογράφων.

Διακοπές στη δεκαετία του 1980. Τριήμερο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τσάρκα στις κοιτίδες του ρεμπέτικου, αμ στα Βουρλά όπου εμφανίστηκε η «Ξακουστή Τετράς» υπό την ηγεσία του Μάρκου Βαμβακάρη, αμ στη Θεσσαλονίκη του Τσιτσάνη. Και για τους πιο ανθεκτικούς, μια εβδομάδα στην Αθήνα της Κατοχής.

Δεν θα έχουν οι χρονοτουρίστες ειδική, με το γάντι, μεταχείριση. Θα τους βουτάμε ζούμπητους στην πραγματικότητα της κάθε εποχής. Θα διαπιστώνουν στο πετσί τους πόσο αποκτηνώνει η ανάγκη. Πως πάρα πολλοί κοιτάζουν στις δυσκολίες να τη βγάλουν καθαρή. Προδίδοντας τα άγια των αγίων τους, ειλικρινά απορώντας με εκείνους που βαράνε τη γροθιά στο μαχαίρι και γίνονται ήρωες. Θα εκπλήσσονται με την ερωτική επιθυμία που φυτρώνει και στο πιο στέρφο έδαφος. Με το χιούμορ, που αν το έχεις δεν το χάνεις ποτέ – ούτε όταν σε πηγαίνουν για εκτέλεση. Με το ταλέντο και την ανοησία και την απληστία και τη σάχλα, χαραγμένα όλα στο γονιδίωμα του homo sapiens, σε διαφορετική δοσολογία στον καθένα μας. Θα συνοψίζουν ό,τι έζησαν οι χρονοτουρίστες με τη λακωνικότερη περιγραφή της ανθρώπινης κατάστασης: σκατά και σύννεφα.

Μπορούν να κατασκευαστούν τέτοια θεματικά πάρκα; Εδώ έφτιαξαν στην Κίνα μια πιστή απομίμηση της Σαντορίνης. Για να ποζάρουν οι νιόπαντροι με φόντο την ψευδο-Καλντέρα.

Ο σκοπός του χρονοτουρισμού, η συμφιλίωση με το παρόν, η συνειδητοποίηση πως εδώ και τώρα είναι το ταξίδι, ότι η νοσταλγία συνιστά πνευματικό αυνανισμό, είναι ασυγκρίτως παιδαγωγικότερος.