Τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, καθώς κάθε δολοφόνος αφήνει πίσω του έστω και κάποια απειροελάχιστα στοιχεία, τα οποία μπορεί με την κατάλληλη μελέτη και γνώση να οδηγήσουν στα ίχνη του και στην εξιχνίαση στυγερών εγκλημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα περιέγραψε η βοτανολόγος Πατρίσια Ουίλτσαϊρ, η οποία αποκάλυψε πώς οι γνώσεις της πάνω στις τσουκνίδες βοήθησαν την αστυνομία να εξιχνιάσει τους φόνους στο Σόχαμ της Βρετανίας το 2002.
Το 2002, τα πτώματα δύο μαθητριών της Χόλι Ουέλς και της Τζέσικα Τσάμπμαν είχαν εντοπιστεί σε ένα χαντάκι και η Ουίλτσαϊρ κλήθηκε να εντοπίσει στοιχεία στο μονοπάτι που ακολούθησε ο δολοφόνος. Το χαντάκι ήταν καλυμμένο με τσουκνίδες και άλλη βλάστηση και η αστυνομία δεν μπορούσε να δει καμία προφανή είσοδο.
«Αποφασίστηκε ότι, όταν βρέθηκαν τα κορίτσια, θα έμπαινα πρώτη στο χαντάκι, γιατί θα έψαχνα για αυτά τα μικρά στοιχεία», θυμήθηκε είπε μιλώντας στην εκπομπή «Desert Island Discs» του BBC Radio 4.
«Οι τσουκνίδες ήταν στο ύψος του στήθους», προσέθεσε.
Η Ουίλτσαϊρ παρατήρησε τσουκνίδες που έμοιαζαν να έχουν πατηθεί και στη συνέχεια να έχουν φυτρώσει ξανά από τότε που ο δολοφόνος βρισκόταν εκεί. Αυτή η αφύσικη ανάπτυξη στις τσουκνίδες της επέτρεψε να συμπεράνει πόσος ακριβώς καιρός είχε περάσει από τότε που τα πτώματα των κοριτσιών είχαν αφεθεί εκεί.
Η παρατήρηση που εξιχνίασε το έγκλημα
«Διατηρώ τσουκνίδες στον κήπο για τις πεταλούδες. Κοίταξα τους μικρούς πλαϊνούς βλαστούς – σκέφτηκα: ‘Αυτό χρειάστηκε περίπου δύο εβδομάδες για να μεγαλώσει’».
Έτσι η αστυνομία άρχισε να οδηγείται στα ίχνη του επιστάτη του σχολείου των δύο κοριτσιών του Ίαν Χάντλι, για τον οποίον υπήρχαν ενδείξεις για την εμπλοκή του στις δολοφονίες, αλλά όχι αποδείξεις και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η βοτανολόγος ήταν επίσης σε θέση να δείξει στην αστυνομία το ακριβές σημείο στο οποίο ο Χάντλι μπήκε στο χαντάκι, επιτρέποντάς τους να ψάξουν το μονοπάτι για στοιχεία. «Βρήκα τα μαλλιά της Τζέσικα σε ένα κλαδί», είπε ακόμα.
«Υπάρχει μια ικανοποίηση ότι έχεις λύσει έναν γρίφο», συμπλήρωσε, αλλά κάποιες υποθέσεις της έχουν μείνει ανεξιχνίαστες, όπως η περίπτωση της Μισέλ Μπετλς, η οποία βρέθηκε σε δάσος του Νόρφολκ, αλλά ο δολοφόνος της δεν οδηγήθηκε ποτέ στη δικαιοσύνη.
«Η καημένη η Μισέλ με επηρέασε», υπογράμμισε με θλίψη η Ουίλτσαϊρ.
H βοτανολόγος, η οποία είναι ειδικός στη γύρη, μίλησε σύμφωνα με τον Guardian και για τα παιδικά της χρόνια σε ένα χωριό ορυχείων της Ουαλίας, τη δια βίου αγάπη της για τη φύση και τα μυστικά που μπορούν να αποκαλύψουν τα φυτά.
Μεγαλωμένη σε ένα μικρό χωριό βόρεια του Κάρντιφ από δύο «ασταθείς» γονείς, η περνούσε πολύ χρόνο με τη γιαγιά της, Βέρα Μέι: «Καταλάβαινε τους θάμνους, καταλάβαινε τα φυτά και τα ζώα, μου έδειχνε τις φωλιές των πουλιών και ούτω καθεξής».
Τελικά, πήρε πτυχίο της βοτανικής λίγο αργότερα στη ζωή της, αφού εγκατέλειψε το σχολείο στα μισά των εξετάσεών της. Όταν ανακάλυψε το αντικείμενο και το ενδιαφέρον της, είπε: «Βρήκα επιτέλους τη θέση μου».
Οι γνώσεις στη βοτανική που οδηγούν στην εξιχνίαση εγκλημάτων
Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους η Ουίλτσαϊρ χρησιμοποιεί τις γνώσεις της στη βοτανική για την εξιχνίαση εγκλημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εξήγησε, ένα μικρό αποδεικτικό στοιχείο, όπως ένα ίχνος γύρης, μπορεί να οδηγήσει στον τύπο των φυτών που υπήρχαν στην περιοχή, γεγονός που μπορεί να σας βοηθήσει να υπολογίσετε το κλίμα και τη γεωλογία και να αρχίσετε να αποκλείετε τα μέρη όπου έγινε το έγκλημα.
«Πολύ συχνά, όταν ψάχνεις για πτώματα, για παράδειγμα, θα πω στην αστυνομία: ‘Είναι ένα τέτοιο μέρος, αλλά είναι στη βόρεια Αγγλία’. Τότε κάποιος ντόπιος οικολόγος θα πει: ‘Ξέρω ένα τέτοιο μέρος’», προσέθεσε.
Σε άλλες περιπτώσεις, η Ουίλτσαϊρ θα παρατηρήσει το σημείο της δολοφονίας ή του εντοπισμού του πτώματος για ενδείξεις.
«Ο δράστης, κάποιος που έχει διαπράξει ένα έγκλημα, έχει αφήσει το σημάδι του σε εκείνο το μέρος και αυτό μπορεί να είναι πολύ, πολύ διακριτικό, οπότε ψάχνετε για μικρά αποτυπώματα – αποτυπώματα σε φύλλα, μικρά σπασμένα κλαδιά», είπε ακόμα.
Επίσης, αναφέρθηκε στην απώλεια που έχει βιώσει η ίδια, καθώς η μικρή της κόρη Σιαν πέθανε ενώ ήταν μόλις νήπιο. «Δεν το αντιμετώπισα ποτέ, πραγματικά». είπε. «Δεν νομίζω ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις την απώλεια ενός παιδιού. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, είναι εκεί κάθε μέρα. Δεν έχω λόγια, είναι όλα συναισθήματα. Γίνεται πιο εύκολο με τον καιρό, αλλά δεν φεύγει ποτέ», συμπλήρωσε.
Είπε ότι η εμπειρία αυτή τη βοήθησε να συμπάσχει με τις οικογένειες που εμπλέκονται στις υποθέσεις που βοηθάει να διερευνήσει. «Πάντα αισθάνομαι για τις μητέρες και τους πατέρες. Αυτή η δουλειά μου έχει δώσει ένα μεγάλο βαθμό συμπόνιας», κατέληξε.