Πριν από την κρίση οι καφετέριες και τα καφενεία στη χώρα μας είχαν υπολογιστεί σε περίπου 19.500. Η ευκολία δημιουργίας ενός τέτοιου καταστήματος, τα υψηλά περιθώρια κέρδους, αλλά κυρίως η συνήθεια του Ελληνα να περνά αρκετές ώρες της ημέρας στην καφετέρια ή στο καφενείο, έκαναν διαχρονικά τον συγκεκριμένο κλάδο αντικείμενο ενδιαφέροντος για κάθε λογής «επενδυτές». Στα χρόνια μας έχει χαθεί το μέτρημα, κυρίως γιατί η πώληση καφέ έχει φυτρώσει παντού, σε κάθε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, από φούρνους και σουπερμάρκετ μέχρι βενζινάδικα και μανάβικα. Κάθε επιχείρηση που μπορεί να αγοράσει μια μηχανή καφέ και να κλείσει μια συμφωνία με έναν χονδρέμπορο για την αγορά της πρώτης ύλης είναι εν δυνάμει σημείο πώλησης καφέ. Λογικά, σήμερα, ο αριθμός των σημείων πώλησης καφέ πρέπει να έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 19.500 καταστήματα του 2009.
Από την 1η Ιουλίου όμως η αγορά δηλώνει αναστατωμένη. Ο ΦΠΑ στον καφέ που σερβίρεται σε καθημένους επιστρέφει στο 24% από το 13% στο οποίο είχε μειωθεί την τελευταία τετραετία. Για αυτούς που θα συνεχίσουν να τον πίνουν στο όρθιο ή να τον παίρνουν μαζί τους, ο ΦΠΑ παραμένει ο ίδιος μέχρι το τέλος του έτους. Ολοι θυμόμαστε ότι ο συγκεκριμένος κλάδος χτυπήθηκε μεν αρχικά από την κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία, στην πορεία ωστόσο ωφελήθηκε στον μέγιστο βαθμό. Με μια σειρά από δανεικά και αγύριστα, όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή και οι ενισχύσεις επί της αμοιβής του προσωπικού και ενοικίου, πάγωμα κάθε είδους οφειλής, προφανώς μικρότερο κατά 11 μονάδες ΦΠΑ, και χαριστικές ρυθμίσεις λειτουργίας, οι επιχειρήσεις του κλάδου μπορούσαν με ελάχιστο προσωπικό να κάνουν τζίρο με καφέ στα όρθια, από τους στερημένους κοινωνικά πολίτες που ξεπερνούσε την κανονική περίοδο. Και μην πει κανείς ότι αυτό φάνηκε στα φορολογικά έσοδα. Γιατί εκείνη την περίοδο ούτε κατά λάθος δεν έβγαινε εφοριακός για έλεγχο. Αρα λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις και με χωρίς ίχνος απόδειξης. Εκείνη την περίοδο υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, που οι ιδιοκτήτες τους είχαν κουράγιο να δουλέψουν, πάτησαν ξανά στα πόδια τους. Και αυτό έγινε με τη βοήθεια ή την ανοχή όλων μας. Μάλιστα μετά την πανδημία η ανάπτυξη της οικονομίας και του τουρισμού οδήγησε στη δημιουργία ακόμα περισσότερων καφέ, σημάδι ότι ο κλάδος πάει καλά. Εχει πατήσει στα πόδια του και βγάζει λεφτά.
Επειτα από όλα αυτά, να ακούς έμπειρους συνδικαλιστές αυτής της μορφής επιχειρηματικότητας να προεξοφλούν ότι θα περάσει όλη η αύξηση του ΦΠΑ στην τιμή του καφέ, λες και είναι κρατικά ελεγχόμενος κλάδος, δείχνει το λιγότερο έλλειψη μνήμης, ευγνωμοσύνης, των όσων περάσαμε. Λένε ότι προσπαθούν να πιέσουν την κυβέρνηση. Αλλά στην πραγματικότητα πιέζουν εμάς. Κάποιοι άλλοι λένε ότι ο κλάδος δεν είναι και τόσο ανταγωνιστικός, καθώς τις τιμές της πρώτης ύλης και των μηχανών παραγωγής καφέ τις ελέγχουν λίγοι χονδρέμποροι. Το κρατάμε και αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, αντιλαμβάνεστε ότι έχουμε μπροστά μας μια άσκηση καπιταλισμού. Θα διαπιστώσουμε στην πράξη, πέρα από όσα λένε οι συνδικαλιστές, πώς θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός σε μια αγορά με πολλές ομοειδείς επιχειρήσεις, που πουλάνε κατά κανόνα το ίδιο προϊόν, ευρισκόμενες συνήθως η μία δίπλα στην άλλη, και θα διαπιστώσουμε εάν καθοδηγείται ή είναι ελεύθερη. Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, θα βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα.