Από τη μέρα που γεννήθηκε γνώρισε μόνο τη σκληρή πλευρά της ζωής. Μάλλον πιο σωστό θα ήταν να έλεγα ότι γεννήθηκε σε έναν σκληρό κόσμο. Τριών χρονών ήταν, ίσα που μιλούσε, όταν έγιναν καταγγελίες για έντονη παραμέληση ανηλίκου και καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Αυτός ήταν το ανήλικο. Ενα παιδί που μεγάλωνε κατά τύχη. Που μου θυμίζει τα παιδιά του Περάματος έτσι όπως τα περιγράφει ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημά του «Το 10». «…Μαντεύουν ότι γεννήθηκαν αθέλητα, δίχως αγάπη και λαχτάρα, καρποί αναγκαστικοί της ξαναμμένης σάρκας. Υποψιάζονται ότι πιάστηκαν κάποιο σαββατόβραδο, όταν ο μεθυσμένος πατέρας τους δεν πρόσεξε και γκάστρωσε τη μάνα τους […] Κάτι σαν απροσδιόριστη απαρχή πίκρας αρχίζει να βλασταίνει στη ζωή τους. Πίκρας ή αδιαφορίας; Το ίδιο είναι. Δεν αγαπιούνται και δεν αγαπούν […] Στα πέντε τους χρόνια γνωρίζουν πολλά. Στα δέκα είναι σοφοί και διεφθαρμένοι. Στα δεκαπέντε μπαίνουν στο μεϊντάνι του μόχθου για το ψωμί και βγαίνουν από τα πλαίσια της ανθρωπιάς μια για πάντα…».
Κάπως έτσι. Μόνο που αυτό το παιδί, αυτός ο άνθρωπος δεν πρόλαβε να βγει από τα πλαίσια της ανθρωπιάς. Η «ανθρωπιά» τον έδιωξε. Τι τον έδιωξε δηλαδή. Ποτέ δεν τον δέχθηκε στους κόλπους της. Πάντα αποσυνάγωγο ήταν απ’ ό,τι μοιάζει με αγάπη, με στοργή, με νοιάξιμο. Τα ήξεραν όλοι στο χωριό. Οπως τα ξέρουν στα χωριά της «βαθιάς Ελλάδας» που μπορεί να είναι και δίπλα μας. Δεν μιλούσαν και όχι πάντα από αδιαφορία. Είναι κι αυτός ο φόβος της μικρής κοινότητας που κρατάει κλειστά τα στόματα. Μέχρι που έρχεται η αδυσώπητη αλήθεια της εικόνας. Αυτή την εικόνα που αντίκρισαν πριν από λίγα βράδια στην πλατεία του χωριού.
Το δεκαπεντάχρονο αγόρι – παιδί το λέμε ακόμη – βγήκε στον δρόμο αιμόφυρτο, τσακισμένο στο ξύλο. Σερνόταν και ζητούσε βοήθεια λένε οι μαρτυρίες. Ο πατέρας του και ο θείος του τον είχαν σαπίσει. Οι κάτοικοι του χωριού ειδοποίησαν το Χαμόγελο του Παιδιού (πολύ καλοί αυτοί οι αυτοματισμοί), το αγόρι μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Κακοποιημένο, γρονθοκοπημένο, στο όριο της ζωής. Επειδή είπε ότι του αρέσουν τα αγόρια.
Εν τω μεταξύ, δυo-τρία βράδια αργότερα, στη Θεσσαλονίκη γινόταν το Europride. Και πριν από λίγους μήνες ψηφίστηκε στη Βουλή ο νόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Και κάποιοι επιμένουν ακόμη ότι αυτό ψαλίδισε τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος. Μέμφονται την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Ακη Σκέρτσο επειδή παρευρέθηκαν σε μια γιορτή που έγινε για την ψήφιση του νόμου. «Η ΠτΔ», λένε, «δεν πρέπει να διχάζει». Η Ελλάδα των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Ποιος είναι ο διχασμός δηλαδή; Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους σοκάρει ένα παιδί ξυλοκοπημένο, αιμόφυρτο, να ζητάει βοήθεια από τους περαστικούς επειδή του αρέσουν τα αγόρια;
Τι ρωτάω κι εγώ; Λες και δεν ξέρω ότι η πραγματικότητα «στα χαρτιά» είναι εντελώς διαφορετική από την πραγματικότητα «στη ζωή». Οτι είναι άλλος κόσμος το «κέντρο» – ό,τι κι αν σημαίνει «κέντρο» – κι άλλος η περιφέρεια. Οτι για να αλλάξουν οι νοοτροπίες δεν φτάνει να αλλάξουν οι νόμοι. Χρειάζεται πολλή δουλειά. Δυστυχώς και θύματα. Και εικόνες που τρομάζουν. Οπως ένα παιδί, ένας άνθρωπος που, αιμόφυρτος στον δρόμο, ζητάει βοήθεια από τους περαστικούς. Επειδή του αρέσουν τα αγόρια.
Με αφορμή μια σκηνή
Πάνε τώρα δύο χρόνια. Στην τηλεόραση προβάλλονταν ακόμη οι «Αγριες Μέλισσες». Σε ένα επεισόδιο, ο αυταρχικός πατέρας που υποδυόταν ο Αιμίλιος Χειλάκης κακοποιεί άγρια τον γιο του (Δημήτρης Τσίκλης) όταν καταλαβαίνει ότι είναι ομοφυλόφιλος. Το παιδί μάλιστα αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Εκείνο το βράδυ με πήραν τηλέφωνο δύο φίλοι μου. Και ο καθένας μου είπε τη δική του ιστορία. Σαν καρμπόν από τις σκηνές του σίριαλ. Αγρια κακοποίηση, ξύλο μέχρι λιποθυμίας, απόπειρα αυτοκτονίας. Οχι σε ένα χωριό της δεκαετίας του 1960. Σε σπουδαία, αριστοκρατικά, αθηναϊκά σπίτια, από γονείς που πρωταγωνιστούν στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Και σε πολύ πιο πρόσφατες εποχές. Διότι κάποιες νοοτροπίες δεν έχουν ταξικό πρόσημο. Είναι ζήτημα ψυχής.