Το μαρτύριο του Τζο Μπάιντεν, που παρακολουθήσαμε τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής, ήταν αφόρητο. Μία λέξη αποδίδει πλήρως την εμπειρία: οδυνηρή, στα αγγλικά «painful». Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησαν αμέσως και αυθόρμητα όλοι οι ειδικοί, οι δημοσιογράφοι και οι σχολιαστές στις ΗΠΑ. Ηταν οδυνηρό για τους περισσότερους ανεξαρτήτως πολιτικής θέσης, επειδή ποτέ και για κανέναν στοιχειωδώς πολιτισμένο άνθρωπο δεν είναι ευχάριστο να βλέπει έναν γέρο στην ανημπόρια του. Ακόμη και τα δίποδα ανάμεσά μας το συναισθάνονται αυτό, επειδή όλοι μέσα μας ξέρουμε ότι αυτή είναι η κοινή μοίρα όλων. Ακόμη και ο Τραμπ κατάλαβε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του να επιτεθεί στον αντίπαλο του για τη γεροντική αδυναμία του. Μία φορά μόνο σχολίασε τον ασυνάρτητο λόγο του Μπάιντεν με τη φράση: «Δεν κατάλαβα τι είπε και δεν νομίζω ότι ούτε εκείνος κατάλαβε» και μετά τον άφησε να καταστρέφεται μόνος του.
Το οδυνηρό θέαμα του πρώτου προεδρικού debate, αυτός ο προσωπικός και πολιτικός διασυρμός για τον Μπάιντεν και για τους Δημοκρατικούς, είναι το αντίστοιχο της στιγμής που ο βασιλιάς, στο γνωστό παραμύθι του Αντερσεν, εμφανίζεται τσίτσιδος. Καλά ο ίδιος ο πρόεδρος, όλοι πια ξέρουμε ότι δεν καταλαβαίνει· τόσοι άνθρωποι όμως γύρω του, στους κυβερνητικούς και κομματικούς μηχανισμούς που υπάρχουν για να τον υπηρετούν, δεν αντελήφθησαν τον κίνδυνο; Αυτό, δηλαδή, που όλοι αναγνώρισαν αμέσως την ώρα του debate, πώς γίνεται να μην το είχαν δει προηγουμένως; Γιατί τόσος κόσμος, γιατί τέτοιο πλήθος σοβαρών επαγγελματιών και επαϊόντων της πολιτικής, υποτίθεται, την πάτησαν τόσο μεγαλοπρεπώς; Σε σημαντικό βαθμό ήταν καταναγκασμός, προερχόμενος από έναν φόβο που μεταμφιέζεται σε σεβασμό. Αυτό φάνηκε στον περιέργως λυτρωτικό τόνο, που είχαν οι αντιδράσεις πολλών σχολιαστών στα μεγάλα αμερικανικά δίκτυα και μάλιστα εκείνων που εμφανώς πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς. Καταλάβαινες ότι, στην πηγαία έκφραση της απογοήτευσής τους, υπήρχε και η ανακούφιση ότι, επιτέλους, μετά από αυτό το κάζο τελειώνει και η αυτολογοκρισία.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει ο περίγυρος, ένας στενός κύκλος γύρω από τον πρόεδρο Μπάιντεν, που τον σπρώχνει μπροστά και αποκρούει τα περί φυσικής ανικανότητας λόγω γήρατος. Το είδαμε στην αξιοθρήνητη εικόνα της συζύγου του, που πανηγύριζε και τους έλεγε: «Τζο, τα κατάφερες! Τζο, απάντησες σε όλες τις ερωτήσεις!». Ηταν μια σκηνή τόσο εκτός πραγματικότητας, που θυμήθηκα ξαφνικά την Αννίτα Πάνια να συγχαίρει τον Κατέλη για την ερμηνεία του σε θεατρικό μονόλογο. Το ενδιαφέρον ερώτημα, όμως, είναι πώς μια εσκεμμένη στρέβλωση της πραγματικότητας μπορεί να πάρει τέτοιες διαστάσεις, αλλά και πώς επιβλήθηκε χωρίς αντιστάσεις. Οφείλεται στην ιδεολογία «woke», που έχει προλειάνει το έδαφος, και στην κοινωνία και στα ΜΜΕ των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι η απάντηση. Επιβλήθηκε, επειδή δεν μπορείς πια να σχολιάσεις τα εμφανή μειονεκτήματα στην όψη ή τη δράση ενός προσώπου, διότι διαπράττεις αυτομάτως το αδίκημα του ρατσισμού, σε κάποια από τις άπειρες εκδοχές του. Απαγορεύονται τελείως και η σάτιρα και το χιούμορ, εννοείται, για τέτοια θέματα. Η πολιτική ορθότητα επιβάλλει να μη βλέπουμε, να μην αναγνωρίζουμε και, ασφαλώς, να μην ονομάζουμε τις φυσικές διαφορές μεταξύ ανθρώπων. Ετσι καταλήξαμε στον διεθνή διασυρμό ενός καλού προέδρου και στην τραγική ειρωνεία ότι ο άνθρωπος που έκλεισε τον δρόμο στον Τραμπ το 2020, τώρα του τον ανοίγει διάπλατα.
Υπάρχει ένα κλασικό πείραμα στην Ψυχολογία, που δείχνει πώς η πίεση του κοινωνικού περιβάλλοντος επιβάλλεται στην ορθή κρίση. Σε μια ομάδα ανθρώπων παρουσιάζονται πέντε ευθείες γραμμές, πάνω σε ένα τραπέζι, εκ των οποίων οι δύο μόνο έχουν το ίδιο μήκος και τους ζητείται να υποδείξουν ποιες είναι αυτές οι γραμμές. Αυτό που δεν ξέρουν τα υποκείμενα του πειράματος είναι ότι οι περισσότεροι στην ομάδα είναι ηθοποιοί, δασκαλεμένοι να υποδείξουν τις λάθος γραμμές. Αν θυμάμαι καλά, ένα 35% επιλέγουν εν γνώσει τους τις λάθος απαντήσεις, επειδή αυτές επιλέγουν οι άλλοι, που είναι περισσότεροι. Στη μονομαχία της Παρασκευής αυτό που συνετρίβη ήταν οι παρωπίδες της woke ιδεολογίας.