Δεν ησυχάζουν τόσο εύκολα τα ταραγμένα γαλάζια «νερά», παρότι πέρασαν τρεις εβδομάδες από την ευρωκάλπη και δύο από τον ανασχηματισμό στο κυβερνητικό σχήμα. Το ένα πέμπτο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ – όσοι δηλαδή πήραν τον λόγο στην πρόσφατη «θορυβώδη» συνεδρίαση, εκφράζοντας και άλλους που δεν μίλησαν – ζήτησε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να το… πάρει αλλιώς: να διορθώσει την ιδεολογική «αλλοίωση» της παράταξης, γιατί αυτό φταίει, όπως αρκετοί πιστεύουν, για την υποχώρηση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος και τη σημαντική απόκλισή από τον τελευταίο εκλογικό στόχο του.
Στο πρωθυπουργικό περιβάλλον ομολογούν ότι οι ψηφοφόροι πράγματι έστειλαν στην κυβέρνηση το σαφές μήνυμα «πάρ’ το αλλιώς». Του δίνουν ωστόσο διαφορετικό περιεχόμενο, αφήνοντας στην άκρη τα περί πολιτικο-ιδεολογικού προσανατολισμού. Το δείχνουν το κατηγορηματικό «όχι» του Μητσοτάκη στην κομματική περιχαράκωση και οι παραδοχές του ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα στον συντονισμό υπουργών και βουλευτών, στην αποτελεσματικότητα και στο ύφος της διακυβέρνησης, αλλά χωρίς να απαιτείται ξαφνική μετατόπιση στην κεντρική στρατηγική, αφού αυτή έφερε, σύμφωνα με τον ίδιο, πέντε γαλάζιες εκλογικές νίκες. Υπάρχουν λοιπόν διαφορετικές αναγνώσεις.
Οσο γαλάζιοι βουλευτές σηκώνουν το θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών ως την… πηγή του κακού για τη ΝΔ, τόσο το Μαξίμου επιμένει ότι δεν χρειάζονται συζητήσεις περί ιδεολογικού στίγματος και ότι ειδικά το επίμαχο ζήτημα είχε μάλλον περιορισμένο εκλογικό κόστος. Οι αναλύσεις του exit poll συμφωνούν πάντως σε αυτό: η ΝΔ έχασε στην ευρωκάλπη και κεντρογενείς και δεξιόστροφους, έχασε τους νέους (που κατά τ’ άλλα στηρίζουν την «ισότητα στον γάμο»), κέρδισε τις μεγαλύτερες γενιές (που δεν ένιωθαν άνετα με τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία).
Εχει σημασία το πώς ο Μητσοτάκης θα επιλέξει να το πάρει αλλιώς. Προσώρας δείχνει αποφασισμένος να ρίξει το βάρος σε θέματα/προβλήματα της καθημερινότητας. Θα το έλεγε κανείς έμμεση παραδοχή ότι υπήρξε σχετική αναποτελεσματικότητα – μια διαχειριστική και επικοινωνιακή αδυναμία. Οι προθέσεις φυσικά δεν αρκούν. Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και οι πράξεις μετρούν. Αυτές θα κρίνουν οι ψηφοφόροι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, όχι τις (όποιες) ιδεολογικές «στροφές».