Οι αρουραίοι δεν ήταν κάτι καινούργιο, η πόλη πάντα είχε προβλήματα. Βρώμικη, αφώτιστη, με πεζοδρόμια-παγίδες και δρόμους ασφυκτικούς, με αγριεμένους ανθρώπους κι εξαθλιωμένα ζώα. Οι παλαιότεροι θυμόντουσαν δυο-τρεις τοπικούς άρχοντες που είχαν προσπαθήσει να δώσουν λύσεις, αλλά κι αυτοί είχαν αποτύχει. Οταν λοιπόν εμφανίστηκε εκείνος ο άντρας κι είπε «Σε όσους λένε μοιρολατρικά ότι “τίποτα δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει ποτέ” εγώ λέω ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες κάποια σωστά πράγματα μπορούν να γίνουν», οι καρδιές φτερούγισαν με τρελή ελπίδα. Μήπως επιτέλους βρέθηκε ο σωτήρας της πόλης; Αυτός που θα θέλει πραγματικά να την κάνει καθαρή, ασφαλή, υγιή, βιώσιμη; Εμοιαζε τόσο απλός και σεμνός, χωρίς φανερή αλαζονεία και κρυμμένες φιλοδοξίες, αλλά βέβαια, ήταν κυρίως η μαγεία του αυλού του: με το που τον έφερνε στα χείλη του, τι μελωδία ήταν αυτή! «Προστασία των ελεύθερων χώρων, εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις, δημιουργία πράσινων διαδρόμων, λιγότερο τσιμέντο. Φύτευση τουλάχιστον 5.000 δέντρων κάθε χρόνο, για να μειώσουμε τη θερμοκρασία μέχρι και 5 βαθμούς».

Ω, ναι: σαν μουσική έρρεαν τα λόγια του και δεν μπορούσες να μην τα πιστέψεις, δεν μπορούσες να μην παραδοθείς στο ρεφρέν: «Η σχέση μου με την πόλη δεν είναι ευκαιριακή», κελάρυζε, «είναι μια σχέση ζωής». Να λοιπόν κάποιος που τον ένοιαζε η πόλη, και μόνο η πόλη, και τίποτα άλλο. Και καθώς οι μαγικές νότες απλώνονταν όλο και πιο ελκυστικές οι κάτοικοι στοιχίζονταν πίσω του χορεύοντας στον ρυθμό των ωραίων κι ελπιδοφόρων (αν και κάπως ακατανόητων) λέξεων: «Ενεργειακές παρεμβάσεις, αναπλάσεις με βιοκλιματικό πρόσημο, με ποσοτικοποιημένη μείωση της αισθητής θερμοκρασίας, υλικά ανθεκτικά και ψυχρά με συστήματα μείωσης της απορροής». Αχ ναι.

Και περίμεναν, οι πολίτες, να δουν την αλλαγή ν’ αρχίσει: σίγουρα όπου να ‘ναι οι αρουραίοι θ’ ακολουθούσαν μαγεμένοι τον αυλό και θα έπεφταν μόνοι τους στο ποτάμι, κι η πόλη θα μεταμορφωνόταν. Ομως αυτό που μεταμορφωνόταν δεν ήταν η πόλη, αλλά η μελωδία του: «Η δύναμη της τέχνης ως μέσο για την ενίσχυση της αλληλεγγύης, της συμπερίληψης και της ευαισθητοποίησης για τα σύγχρονα φλέγοντα θέματα, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». (Τι σχέση είχε η δύναμη της τέχνης, απόρησαν κάποιοι, με τη συγκομιδή των απορριμμάτων και τους πηγμένους δρόμους;). Κι ύστερα μια μέρα, ξαφνικά, ο αυλός ήχησε τελείως διαφορετικά, σαν αεράμυνα: «Αυτό που δεν πρέπει να χαθεί», λάλησε, «είναι η ανασύνθεση και επανένωση της δημοκρατικής παράταξης». Οι δημότες τα ‘χασαν: ποιος ήταν αυτός που μιλούσε; Ηταν εκείνος που δήλωνε πως μοναδικό του μέλημα είχε την πόλη; Κοίταξαν ολόγυρά τους κι είδαν ότι οι αρουραίοι, πιο πολλοί, πιο παχουλοί, πιο δυνατοί, όχι μόνο δεν παρασύρονταν από τη μελωδία του αυλού και δεν έπεφταν στο ποτάμι, αλλ’ αδιαφορώντας παντελώς για την ανασύνθεση και επανένωση της δημοκρατικής παράταξης γλιστρούσαν ανέμελοι μέσα από τα σκορπισμένα σκουπίδια, με τις λιπαρές τους ράχες να γυαλίζουν στις γωνίες των σκοτεινών δρόμων.

Η πόλη πάντα είχε προβλήματα κι απ’ ό,τι φαίνεται πάντα θα έχει, γιατί αυτό είναι το θέμα με την κάθε πόλη: πρέπει κάποιος να της αφιερωθεί ολόψυχα και να μην την προδώσει. Να μην πατήσει πάνω της για να κάνει κάτι άλλο, αλλά να επικεντρωθεί σ’ αυτήν. Στα προφανή, στα βασικά, στα απλά (να την καθαρίσει, να τη φωτίσει, να φυτέψει και να ποτίσει, να συντηρήσει και να προστατεύσει), που μόνο απλά δεν είναι. Και που δεν γίνονται με αποπυρηνικοποιημένες ζώνες, αξιώματα στην «κεντρική πολιτική σκηνή» και «ρόλους συμπλεγματικούς που ενισχύουν θεσμούς», ούτε με άλλες τέτοιες ωραίες μελωδίες που όσο κι αν ηχούν ελκυστικά δεν διώχνουν τους αρουραίους. Ισα ίσα που οι αρουραίοι είναι σήμερα πιο καλά παρά ποτέ, ενώ στο ποτάμι θέλουν να πέσουν πολλοί που βαρέθηκαν να χορεύουν, ακόμα μια φορά, στον ρυθμό χαριτωμένων αυλητών.