Η βάρκα να πλανάρει στο νερό, να νιώθει τον θαλασσινό αέρα στο πρόσωπό του μια ήσυχη βραδιά όταν πηγαίνει για ψάρεμα, είναι αρκετά για να νιώσει απόλυτη ευτυχία. Στην αρχή αυτής της συζήτησης, με αφορμή τις συναυλίες του για τα 60 χρόνια του στο τραγούδι, ανέφερε τους πολύτιμους λίθους μιας ζωής σχεδόν κινηματογραφικής. Αυτοί δεν είναι τα 2.000 τραγούδια που έχει γράψει, οι επιτυχίες, η δόξα, τα χρήματα. Την κορυφή της καρδιάς του Χρήστου Νικολόπουλου κρατούν η αγαπημένη του γυναίκα, τα δύο παιδιά του, τα τέσσερα εγγόνια του, που όπως λέει «ζω και αναπνέω μόνο γι’ αυτά».

Το νήμα της αφήγησης μας πήγε πίσω στη δεκαετία του ’50, στο Καψοχώρι Ημαθίας όπου μεγάλωσε. Δύσκολα χρόνια που δεν άφηναν χώρο για επιθυμίες και μεγαλεπήβολα σχέδια. «Δεν φανταζόμουν ποτέ όταν έφευγα από το χωριό μου ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή να γεμίζουν τα γήπεδα και να με τιμούν αυτοί οι σπουδαίοι τραγουδιστές». Παραδέχεται ότι οι λόγοι που τον οδήγησαν στη μουσική δεν είναι και τόσο ρομαντικοί.

«Αρχισα να εργάζομαι διότι η οικογένειά μου ήταν πάρα πολύ φτωχή. Ημασταν τέσσερα αδέλφια – αγόρια – και προσπαθούσαμε όλοι να βοηθήσουμε. Πήγα σε μια σχολή για να μάθω μπουζούκι και σε μόλις πέντε μήνες μπορούσα να διαβάζω νότες. Με αποκαλούσαν το παιδί-θαύμα».

Ταλέντο και τύχη

Το ταλέντο του στη μουσική δεν ήταν το μοναδικό του όπλο για να προχωρήσει. Επιμένει ότι στα μεγάλα βήματά του σύμμαχό του είχε τις πολλές και καλές συμπτώσεις όπως λέει και αρχίζει να τις απαριθμεί. Ξεκινάει με το συγκρότημα της περιοχής του όπου ξεκίνησε να παίζει όταν ο βασικός μπουζουξής πήγε φαντάρος. Ετσι άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια και ήταν μόλις 14 ετών. «Ξενυχτούσα λόγω της δουλειάς από τότε. Για την ηλικία μου είχα μια ωριμότητα και αυτό ήταν ένα καλό στοιχείο του χαρακτήρα μου. Διαισθανόμουν πάντα τα στραβά και τα απέφευγα. Ο,τι έβγαζα τα έδινα όλα στον πατέρα μου. Οπως είπα, ο λόγος που ξεκίνησα τη μουσική ήταν για να στηρίξω την οικογένειά μου».

Ενα τζουκ μποξ στο καφενείο που διατηρούσε ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος όπως λέει «ήταν της διασκέδασης και της καλοπέρασης», έγινε το μουσικό του φροντιστήριο. Ακουγε τα τραγούδια της εποχής και προσπαθούσε να τα μάθει στο μπουζούκι. «Τα πονεμένα τραγούδια: Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο κ.ά. Πόνος πολύς. Στην περιοχή μας είχαμε και έναν τραγουδιστή, τον Μπάμπη Μαρκάκη, ο οποίος έμοιαζε με τη φωνή του Πέτρου Αναγνωστάκη. Αυτό ήταν το ρεπερτόριο που μάθαινα τότε. Υπήρχε μια αντίθεση: στα χωριά – εκτός από την παραδοσιακή μουσική του κάθε τόπου – άκουγαν λαϊκά, αλλά το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο αστικό τραγούδι. Τα λαϊκά τραγούδια άρχισαν να παίζονται όταν οι εταιρείες δίσκων αγόρασαν ραδιοφωνικό αέρα και έβαζαν αυτά που ήθελαν. Δεν ήταν δηλαδή αυθόρμητη η κίνηση των ραδιοφώνων να προβάλουν το λαϊκό τραγούδι. Εννοείται ότι τότε Μίκη Θεοδωράκη δεν έπαιζαν ποτέ. Αργησε ν’ ακουστεί το έργο του στο ραδιόφωνο. Επειδή μου άρεσε πολύ, πήγαινα στο σπίτι ενός φίλου που ήταν πιο προνομιούχος και είχε τους δίσκους, τους άκουγα και μάθαινα. Του το είχα πει του Μίκη. Πού να φανταζόμουν τότε ότι θα τον συναντούσα;». Στο πεδίο των ονείρων ήταν και η σκέψη να βρεθεί κοντά στο είδωλό του, τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Στα δεκάξι είπε στον πατέρα του ότι θέλει να κατέβει στην Αθήνα, που φάνταζε η πόλη των ευκαιριών. Εκείνος του έδωσε μόνο τα εισιτήρια και ένα μικρό χαρτζιλίκι. Η ιστορία αποδεικνύει ότι τελικά αποδείχθηκαν αρκετά για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Στην εξιστόρησή του ο σπουδαίος συνθέτης δεν σταματά να αναφέρεται στις συμπτώσεις αφού αυτές, επιμένει, μπορούν να οδηγήσουν τα πράγματα. Οταν ήρθε στην Αθήνα το 1963 υπήρχαν, όπως λέει, ακόμη οι ρεμπέτες τους οποίους συνάντησε. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής με τον οποίο είχε την τύχη να παίξει. «Προσπαθούσα πρώτα να επιβιώσω και αργότερα να βγάλω χρήματα. Εφυγα από το χωριό μου μ’ έναν όρκο: να μην επιστρέψω νικημένος. Στην οδό Βερανζέρου υπήρχε το καφενείο των μουσικών όπου σύχναζαν οι ατζέντηδες της εποχής και μας έστελναν σε διάφορα πανηγύρια και εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα. Εμενα στον Κολωνό τότε. Στη στάση Μαυρομάτη, αν θυμάμαι καλά, ήταν μια ταβέρνα του Μανωλιά όπου έπαιζαν μουσική. Μια μέρα όταν έκαναν πρόβα με είδαν με το μπουζούκι στο χέρι και με φώναξαν να παίξω μαζί τους. Τους άρεσα. Μπουζούκι τότε έπαιζε ο Λεονάρδος Μπουρνέλης, ο οποίος είχε κάνει και κάποιες επιτυχίες (το πιο γνωστό είναι το τσιφτετέλι του Μπουρνέλη). Οταν έφυγε, μου πρότειναν να τον αντικαταστήσω».

Σε εκείνο το σχήμα, το μακρινό 1964, ο σπουδαίος ρεμπέτης Γιάννης Κυριαζής. Αναπτύχθηκε μια σχέση μεταξύ τους πατρική όπως λέει. «Εκεί διδάχθηκα το ρεπερτόριο της Αθήνας και ολοκληρώθηκα ως μουσικός, μέσα σε αυτήν την ταβέρνα. Παράλληλα τότε πήγαινα και ηχογραφούσα σε μικρές δισκογραφικές εταιρείες της Ομόνοιας, χωρίς να παίρνω χρήματα. Είχαν όμως φτιάξει τη δική τους “κατάσταση” και έκανα γνωριμίες. Εκεί μου είπαν, το καλοκαίρι του 1964, ότι το μπουζούκι του Μανώλη Αγγελόπουλου, Γιάννης Παλαιολόγου, πηγαίνει φαντάρος και έτσι πήρα τη θέση του για λίγο».

Οι ευτυχείς συμπτώσεις δεν σταμάτησαν να του χαμογελούν. Σε μια άλλη ηχογράφηση στις εταιρείες που ανέφερε συνάντησε τον Στέλιο Ζαφειρίου, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι με τη Μαρινέλλα. «Ηταν σπουδαίος δεξιοτέχνης και συνθέτης – ένα από τα τραγούδια που έχει γράψει είναι το “Είναι το κρύο τσουχτερό” κ.ά. Αυτός λοιπόν άρχισε να με παίρνει σε καλύτερες ηχογραφήσεις και έτσι κατάφερα να βγάζω και χρήματα. Μια μέρα στο στούντιο ήταν μαζί του και ένας φίλος του που δούλευε με τον Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης έπαιζε στην “Τριάνα του Χειλά” και ήταν η εποχή που αποφάσισε να αλλάξει τους μουσικούς που έπαιζαν μπουζούκι. Μου πρότεινε να με συστήσει. Τότε είχε μαζί του τον Αντώνη Ρεπάνη, φυσικά τη Μαρινέλλα και τον Γιάννη Παπαϊωάννου ο οποίος του είπε για μένα: “Στέλιο, πάρ’ τον τον μικρό και θα με θυμηθείς”. Πολύ πιθανόν να βάρυνε στην απόφασή του να με εντάξει στο σχήμα του. Αλλά τον είχα εντυπωσιάσει γιατί ό,τι μου ζήτησε το έπαιξα».

Με τον Καζαντζίδη

Την άλλη μέρα έδωσαν ραντεβού με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο Θέατρο Βέμπο. Πήγαν στο σπίτι του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και Κηφισίας όπου ζούσαν με τη Μαρινέλλα, του είπε τα τραγούδια που ήθελε – περίπου 60 – να ετοιμάσει, τα μελέτησε και σε μία εβδομάδα ξεκίνησε να εμφανίζεται μαζί του. «Ενιωσα τεράστιο δέος, ήμουν ένα παιδάκι από ένα χωριό και βρισκόμουν δίπλα με τον σπουδαιότερο σταρ».

Από την ταβέρνα του Μανωλιά στην “Τριάνα του Χειλά” δεν το λες και λίγο για ένα παιδί που μόλις είχε γίνει 18 ετών. «Τα πρώτα τραγούδια που έγραψα τα έπαιξα στον Καζαντζίδη με τον οποίο πρέπει να πω ότι δούλεψα μόνο μιάμιση σεζόν. Σταμάτησε άλλωστε να τραγουδάει το 1966. Ομως οι δρόμοι είχαν ανοίξει διάπλατα. Είχα δώσει πρώτα στη Μαρινέλλα ν’ ακούσει τέσσερις μελωδίες. Ντρεπόμουν να τις παίξω κατευθείαν σ’ εκείνον: το “Νυχτερίδες και αράχνες”, “Απόψε σε έχω στην αγκαλιά μου”, “Επισκέπτη μου τι θέλεις τέτοια ώρα” και το “Αστροπελέκια και κεραυνοί χτυπούν το δόλιο μου κορμί”».

Ακολούθησε η πορεία της απόλυτης επιτυχίας η οποία είναι καταγεγραμμένη πια στην ιστορία. Οπως και η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσά τους το 1997 και κράτησε έναν χρόνο. «Πολύ οδυνηρές μέρες για μένα που δεν θέλω να θυμάμαι. Είχα πληγωθεί πολύ γιατί είχαμε αναπτύξει πολύ ισχυρή – πατρική θα έλεγα – σχέση. Εχω 12 γράμματά του από την εποχή που ήταν στην Αμερική όταν είχε φύγει για πάντα υποτίθεται το 1976. Δεν έγραφε σε άλλον, μόνο σ’ εμένα. Από αγάπη για τη φωνή του προσπάθησα να βρω έναν τραγουδιστή για να πει τραγούδια που θα ήταν κοντά σε αυτό που είχα αγαπήσει και βρήκα τον Λεωνίδα Βελή. Οι παρατρεχάμενοι, οι κόλακες που ήταν δίπλα του, τον έπεισαν ότι ήταν μια κίνησή μου για να του πάω κόντρα. Το αντίθετο! Εγώ το έκανα από αγάπη γιατί εκείνος δεν τραγουδούσε πια και μου έλειπε η φωνή του. Δεν μπόρεσα να του το εξηγήσω. Αρχισε να με βρίζει κι εγώ αμύνθηκα. Ετσι αναγκάστηκα να κάνω ασφαλιστικά μέτρα. Νομίζω ότι αργότερα το κατάλαβε».

Τι είναι λαϊκό;

Δύσκολες στιγμές που όμως δεν θολώνουν την εξαίσια και λαμπερή πορεία του Χρήστου Νικολόπουλου. Τα τραγούδια του έχουν συνδεθεί με τις σπουδαιότερες φωνές της ελληνικής μουσικής ιστορίας. Σε αυτό το σημείο αναφέρει ότι σήμερα δεν υπάρχουν λαϊκοί ερμηνευτές και συνθέτες. Αλλά τι είναι λαϊκό για εκείνον; «Ενα κομμάτι να έχει μια μελωδία που να μπορεί να τραγουδηθεί από τον κόσμο, στίχο κατανοητό και απλό, με ομορφιά και ποιότητα για να περνάει στην ψυχή του ακροατή. Βεβαίως είναι και ο τρόπος του τραγουδιστή που θα το πει, μιας και μιλάμε για λαϊκή ερμηνεία. Δεν υπάρχει σήμερα τραγουδιστής σαν τον Στράτο Διονυσίου για παράδειγμα. Ολοι είναι ίδιοι. Εχουν μία ομοιότητα θα έλεγα. Ακούω για παράδειγμα τον Αντώνη Ρέμο, ο οποίος είναι ο πιο αυθεντικός στο είδος του και άλλα δέκα “Ρεμάκια”. Λαϊκός και ευγενής ερμηνευτής είναι ο Σωκράτης Μάλαμας. Σήμερα το λαϊκό τραγούδι δεν έχει χώρο πια στο ραδιόφωνο. Πρέπει να σου πω ότι διευθυντές ραδιοφώνων μου είπαν “στείλε μου τραγούδια αλλά να μην έχουν μπουζούκι”. Σε κάποιες περιπτώσεις το έκανα, έβαλα για παράδειγμα τζούρα όπως στο “Αν πεθάνει μια αγάπη” ή μπαγλαμά στο “Εδώ να μείνεις” που είπε η Ελευθερία Αρβανιτάκη».

Τρυφερά είναι τα αισθήματά του για τους τραγουδιστές, αλλά όπως λέει κάποιοι «έχουν την τάση να θέλουν να ορίζουν τα πάντα. Πάντα υπήρχαν οι χαρακτήρες που ήθελαν να είναι ηγεμόνες. Και παλαιότερα και τώρα. Ομως τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Ενας μεγάλος αρχηγός για μένα είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Μαζί του έγινα “μεγάλος” χαρακτήρας. Ηταν από πολύ μικρός και αυτός ώριμος, διάβαζε πολύ και γνώριζε από πολιτική. Εγώ αντίθετα ήμουν ένας απολιτίκ, αδιάβαστος. Μαζί του άρχισα να διαβάζω, να σκέφτομαι διαφορετικά, να δουλεύω αλλιώς. Μου κόλλησε την τελειομανία του. Ξέρεις, το χύμα στη μουσική δεν “περνάει”». Και ο αυθορμητισμός πού βρίσκει χώρο; «Ιδανικά θα πρέπει να συνδυάζονται. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των ηχογραφήσεων γιατί ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται».