«Με τα κοινωνικά δίκτυα, το συναίσθημα είναι πιο ισχυρό από το επιχείρημα και το αρνητικό συναίσθημα είναι πιο ισχυρό από το θετικό συναίσθημα. Δομικά, βρίσκεται κανείς σε έναν χώρο όπου τα άκρα είναι καλύτερα γιατί παίζουν καλύτερα με τα αρνητικά συναισθήματα. Παράλληλα, ο τρόπος λειτουργίας των κοινωνικών δικτύων εγκλείει ολοένα και περισσότερο τους ανθρώπους που τα χρησιμοποιούν για ενημέρωση σε γνωστικές φούσκες – όπου είναι ο περισσότερο ακραίος εκείνος που παρασύρει τους υπόλοιπους. Με τον Τύπο, που ακολουθεί αυτές τις τάσεις, και την ογκομετρία αυτών των τάσεων, βρίσκεται κανείς μέσα σε ένα πληροφοριακό σύμπαν που ευνοεί τα άκρα».

Με πολλά από όσα κάνει ή λέει τελευταία ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να διαφωνήσει κανείς αλλά όχι με αυτό το σχόλιο που έκανε προ ημερών στο podcast Génération Do It Yourself. Στα «άκρα» βέβαια ο γάλλος πρόεδρος επιμένει να συμπεριλαμβάνει τόσο την Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά όσο και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), τη συμμαχία της Αριστεράς, λόγω της συμμετοχής σε αυτήν της Ανυπότακτης Γαλλίας. Τον ρόλο που έπαιξε και συνεχίζει να παίζει ο ίδιος, με την πολιτική και τη ρητορική του, εσχάτως και με τον οπορτουνισμό του, στην άνοδο της Ακροδεξιάς θα τον κρίνουν οι ιστορικοί του μέλλοντος. Στον ρόλο που έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν τα σόσιαλ αλλά και τα παραδοσιακά μίντια όμως καλό θα ήταν να σταθούμε λίγο από τώρα, μήπως και γλιτώσουμε τα χειρότερα – εδώ στην Ελλάδα, για τη Γαλλία πιθανόν να είναι ήδη πια αργά.

Προς τιμήν τους, οι γάλλοι δημοσιογράφοι αναγνωρίζουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, «την ευθύνη των τηλεοπτικών σταθμών, των ραδιοφωνικών σταθμών, των εφημερίδων, στην περιγραφή μιας Γαλλίας που ανταποκρίνεται πιστά στο πολιτικό όραμα της Ακροδεξιάς». Οχι όλοι οι δημοσιογράφοι βέβαια, και σίγουρα όχι εκείνοι που εργάζονται στα μίντια του Βενσάν Μπολορέ, του 72χρονου δισεκατομμυριούχου από τη Βρετάνη που έχει χτίσει από το 2016 μια τεράστια μιντιακή αυτοκρατορία και προετοιμάζει από χρόνια το έδαφος για μια ανάληψη της εξουσίας από την Ακροδεξιά. Οπως συμβαίνει συχνά, εκείνοι που εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να κάνουν αυτοκριτική είναι εκείνοι που ευθύνονται λιγότερο, ή, σε κάθε περίπτωση, εκείνοι που έχουν την πολυτέλεια να παραμένουν νηφάλιοι – την ανάλυση, εν προκειμένω, την επιχείρησε η «Monde».

Το κακό λοιπόν μοιάζει να ξεκίνησε πολύ καιρό πριν, με την αδυναμία του δημοσιογραφικού κόσμου να αντισταθεί στο αφήγημα της «αποδαιμονοποίησης». «Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990», εξηγεί ο Ιταλός Φεντερίκο Ταραγκόνι, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Caen-Normandie, «τα νεοφασιστικά κόμματα ανασυγκροτήθηκαν με μια ρητορική κοινωνικού μάρκετινγκ πολύ ελκυστική για τις εργατικές τάξεις που το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αρχίσει να εγκαταλείπει. Αντί να συνεχίσουμε να λέμε “έχουμε να κάνουμε με ένα ρατσιστικό κόμμα”, προσποιηθήκαμε ότι πρότειναν μια κοινωνική πολιτική για τους ξεχασμένους της παγκοσμιοποίησης, συμμετέχοντας στην κανονικοποίησή τους». Και κάπως έτσι έφτασε να προσκαλέσει, ήδη από το 2017, το δίκτυο M6 τη Λεπέν σε μια από αυτές τις πολιτικο-ψυχαγωγικές εκπομπές που εστιάζουν στον ή στην πολιτικό ως άνθρωπο, την «Une ambition intime», και να ανεβάσει στα σόσιαλ μίντια ο ραδιοσταθμός France Inter ένα βίντεο επικεντρωμένο στην αγάπη της για τις γάτες.

Η ίδια γινόταν όλο και πιο ανθρώπινη, το κόμμα της όλο και πιο «κανονικό» και ταυτόχρονα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των σόσιαλ μίντια, από τη μία πλευρά, και των μίντια του Βενσάν Μπολορέ από την άλλη, το λεξιλόγιο και τα θέματα των υπόλοιπων Μέσων γίνονταν όλο και σκληρότερα – ειδικά στην τηλεόραση, με την εικόνα και την υποβλητική μουσική συνοδεία της να συνεγείρουν συνεχώς το συναίσθημα και θέματα εγκληματικότητας να μονοπωλούν τα δελτία.

«Ολες οι μελέτες που έχουν διεξαχθεί στην κοινωνιολογία των Μέσων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δείχνουν ότι τα Μέσα δεν λένε πώς πρέπει να σκέφτεσαι, αλλά τι πρέπει να σκέφτεσαι» επισημαίνει ο Φρανκ Ρεμπιγιάρ, καθηγητής Πληροφορικής και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Sorbonne-Nouvelle. «Βάζουν στην ατζέντα έναν αριθμό θεμάτων, όπως, τα τελευταία χρόνια, τη μετανάστευση ή την αγοραστική δύναμη. Το επόμενο ερώτημα είναι: Ποιες πολιτικές ομάδες αναγνωρίζονται ως ικανές να επιλύσουν αυτά τα ζητήματα;». Και κάπως έτσι, στις 10 Ιουνίου, την επομένη των ευρωεκλογών, τα γαλλικά μίντια πήραν τα βουνά και τα λαγκάδια στο κατόπι ψηφοφόρων της Λεπέν. Στο Σιβί-λεζ-Ετουβέλ, μία κοινότητα 500 κατοίκων στη Βόρεια Γαλλία, η ομάδα των ρεπόρτερ του BFM-TV, ενός δικτύου συνεχούς ενημέρωσης που καλείται να ανταγωνιστεί το μπολορικό CNews, έπεσαν πάνω στον 50άρη Ζαν-Κλοντ: «Η ανασφάλεια, όλα όσα βλέπουμε…» τους είπε. «Δεν μπορούμε πια να βγούμε από το σπίτι μας. Δεν βλέπετε τι γίνεται; Σε μαχαιρώνουν για το τίποτα…». «Οχι στο Σιβί!» τον διέκοψε ο δήμαρχος, δίπλα του. «Οχι στο Σιβί, όχι, αλλά αρκεί να δεις ειδήσεις, αμέσως φοβάσαι!».

Αλλη χώρα, άλλοι άνθρωποι, άλλα μίντια. Τα ίδια προβλήματα όμως. Και οι ίδιοι κίνδυνοι, εγγύτερα ή μακρύτερα στον ορίζοντα.