Η διαδρομή αρκετά μακριά – από την πλατεία Καραϊσκάκη στον Χολαργό – φαίνεται πως δεν του άνοιξε μόνο την όρεξη για κουβέντα, του έδωσε την ευκαιρία να γίνει όσο ήταν δυνατόν και εξομολογητικότερος. Αν και δεν θα διέκρινες επάνω του κανένα σημάδι που να προετοιμάζει για μια συζήτηση – μονόλογος για την ακρίβεια – μη κοινότοπη, όπως ακρίβεια, διακοπές, μποτιλιαρίσματα, διέθετε ωστόσο το χάρισμα να σε υποχρεώνει να τον προσέξεις, ή μάλλον να τον ακούσεις, και μάλιστα με προσοχή, έστω και αν όσα έλεγε με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, αλλά διαφορετική λεκτική εκφορά, θα άκουγες να τα λένε και δεκάδες άλλοι. Ξεκίνησε, χωρίς κανένα ιδιαίτερο αίσθημα συγκίνησης ή τρυφερότητας, μιλώντας για τις καλοκαιρινές διακοπές που είχε κάνει με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, ηλικίας τότε δέκα, οχτώ και δύο χρόνων, πριν από είκοσι χρόνια στην Ικαρία, και συνέχισε για το πόσο βαθιά εντύπωση του είχε κάνει που τα περισσότερα μαγαζιά στο νησί λειτουργούσαν χωρίς τους ίδιους τους μαγαζάτορες. Ανοιχτά από το πρωί, έμπαινες μέσα, έπαιρνες ό,τι ήθελες και έριχνες τα χρήματα σε ένα κουτί που υπήρχε σε ένα ράφι, στα δεξιά σου, μόλις δρασκέλιζες το κατώφλι της εισόδου.
«Δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη, φαίνεται όμως πως μια τέτοια οργάνωση και συμπεριφορά είναι το μυστικό της μακροζωίας των κατοίκων του νησιού καθώς έδειχναν να μην τους διακατέχει κανένα άγχος. Τα παιδιά αισθάνονταν τόσο ευτυχισμένα που ένα πρωί ο γιος μας των οχτώ χρόνων – σήμερα είναι είκοσι οχτώ – μας ανακοίνωσε με επίσημο ύφος πως ό,τι και αν συμβεί δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από κοντά μας, ακόμα και αν τον διώχνουμε, αυτός θα επιμένει να μείνει μαζί μας. Αλληλοκοιταχτήκαμε με τη γυναίκα μου με νόημα, όπως το κάναμε και πριν από τρία χρόνια, όταν ήρθε και μας είπε πως αποφάσισε πια να μείνει μόνος του. Είχε προηγηθεί η κόρη μας, τριάντα χρόνων σήμερα, και ακολούθησε λίγο αργότερα ο μικρότερος γιος μας, αν και μόλις είκοσι δύο χρόνων σήμερα.
Δεν θέλω να πω τίποτε, καλά, πολύ καλά παιδιά, κανένα τους δεν σπούδασε, η κόρη μου δουλεύει κοντά με την αδερφή της μάνας της που είναι κομμώτρια, ο ένας γιος έγινε πυροσβέστης, ο άλλος κάνει δουλειές του ποδαριού. Αν και έζησαν μέσα σε μια οικογένεια χωρίς προστριβές, με αγάπη, ποτέ δεν ανταλλάξαμε με τη γυναίκα μου πικρή κουβέντα ούτε μπροστά τους ούτε όταν έλειπαν, είναι και οι τρεις τους φανατικοί κατά του γάμου, χωρίς απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε να τους λείπουν οι έρωτες. Ερχονται συχνά και μας βλέπουν, αν και υποψιαζόμαστε με τη γυναίκα μου πως συνεννοούνται μεταξύ τους να μην έρχονται ποτέ και οι τρεις μαζί, αλλά σε άλλη ώρα ο καθένας τους ώστε και οι ίδιοι να κερδίζουν χρόνο για λογαριασμό τους κι εμείς να μην αισθανόμαστε παραπονεμένοι.
Δεν ξέρω γιατί, αν και όταν ήταν μικρά, για τέσσερα-πέντε καλοκαίρια ακόμα είχαμε πάει διακοπές και σε άλλα νησιά, αλλά το καλοκαίρι εκείνο στην Ικαρία είναι σαν να υπήρξε το μοναδικό που το ζήσαμε μαζί. Ακόμη και τώρα με τη γυναίκα μου όταν συζητάμε για το ποια υπήρξε η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μας αναπολούμε τις διακοπές μας στην Ικαρία. Θυμόμαστε λεπτομέρειες, όπως τα ονόματα των παιδιών που έπαιζαν μαζί με τα δικά μας, αν και δεν τα ξανασυναντήσαμε ποτέ στη ζωή μας. Κάτι φαίνεται πως έχει το νερό στο νησί, έμαθα ότι πριν από πάρα πολλά χρόνια είχε βγει ένα βιβλίο με τον τίτλο ”Οι οραματιστές της Ικαρίας” που όσο και αν έψαξα δεν το βρήκα πουθενά. Ξέρω ότι μεμψιμοιρώ, ότι υπάρχουν πραγματικά βάσανα στους ανθρώπους είτε είναι κοντά μας είτε είναι μακριά μας, αλλά όταν εσύ ο ίδιος είσαι απαρηγόρητος ακόμη και με ασήμαντες αφορμές, όπως δεν σε αφορά ό,τι καλό γίνεται στον κόσμο, έτσι δεν σε παρηγορεί και αν άλλοι άνθρωποι δοκιμάζονται αφάνταστα πολύ πιο σκληρά σε σχέση μ’ εσένα. Συγγνώμη κύριε, αν σας κούρασα, αλλά επειδή μου φαίνεστε μορφωμένος άνθρωπος, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν έχετε ακούσει για την τεχνητή νοημοσύνη. Προσπάθησα να μάθω αλλά δεν κατάλαβα τίποτα. Εσείς τι ξέρετε; Δηλαδή, θα χάνεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου και με την τεχνητή νοημοσύνη θα στενοχωριέσαι λιγότερο απ’ ό,τι θα στενοχωριόσουνα αν δεν υπήρχε αυτή;».