Μια μορφή ασυλίας αναγνώρισε στον Ντόναλντ Τραμπ το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με μια απόφαση σταθμό, σύμφωνα με την οποία ο πρώην πρόεδρος όπως και κάθε πρόεδρος, δεν επιτρέπεται να διωχθεί ποινικά για ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη θητεία του στο αξίωμα αλλά μπορεί να διωχθεί μόνο για τις ιδιωτικές πράξεις του. Αυτό σημαίνει ότι ανατρέπεται η δικαστική απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί η προσπάθεια του Τραμπ να προστατευθεί από την ποινική δίωξη σε ομοσπονδιακό επίπεδο για την αμφισβήτηση της εκλογικής ήττας του στις προεδρικές εκλογές του 2020 και την προσπάθεια να εμποδίσει την ομαλή μετάβαση της εξουσίας και περιπλέκονται ακόμη περισσότερο οι εξελίξεις. Ως «μεγάλη νίκη για το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία» χαιρέτισε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ την απόφαση, εν μέσω της νέας μάχης που δίνει για να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ «θεωρεί ότι είναι υπεράνω του νόμου» τον κατηγορεί η ομάδα της προεκλογικής εκστρατείας του Τζο Μπάιντεν και τονίζει ότι η απόφαση αυτή «δεν αλλάζει τα γεγονότα: ο Ντόναλντ Τραμπ κατέρρευσε μετά την ήττα στις εκλογές του 2020 και ενθάρρυνε ένα πλήθος να ανατρέψει τα αποτελέσματα μιας ελεύθερης και δίκαιης εκλογικής διαδικασίας».

Το Ανώτατο Δικαστήριο όπου πλειοψηφούν οι συντηρητικοί δικαστές ανέλυσε τέσσερις περιπτώσεις που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα σε βάρος του Τραμπ: τις συζητήσεις του με αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης μετά τις εκλογές του 2020, τις πιέσεις που φέρεται να άσκησε στον τότε αντιπρόεδρο Μάικ Πενς για να μην επικυρωθεί η νίκη του Τζο Μπάιντεν, τον φερόμενο ρόλο που έπαιξε στη συγκέντρωση ψεύτικων εκλεκτόρων που θα ψήφιζαν υπέρ του και τη διαγωγή του κατά την επίθεση υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Με ψήφους 6 έναντι 3, έκρινε ότι ο Τραμπ έχει απόλυτη ασυλία για τις συζητήσεις με τους αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης αλλά παρέπεμψε στα κατώτερα δικαστήρια, ώστε να αποφανθούν εκείνα για την ασυλία του πρώην προέδρου στις άλλες τρεις περιπτώσεις.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι δικαστές εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί απέναντι στην απόλυτη ασυλία που απαιτούσε η πλευρά Τραμπ και πολλοί, ιδίως μεταξύ των συντηρητικών, εξέφρασαν ανησυχίες για τις συνέπειες που θα έχει μακροπρόθεσμα η απόφασή τους. «Συντάσσουμε έναν κανόνα για τις επόμενες γενιές», σχολίασε ο Νιλ Γκόρσατς.

Η έφεση

Στην έφεση που είχε καταθέσει στο Ανώτατο Δικαστήριο ο Ντόναλντ Τραμπ, υποστήριζε ότι είχε ασυλία επειδή ενεργούσε ως πρόεδρος όταν έκανε τις πράξεις για τις οποίες του ασκήθηκε αργότερα δίωξη από τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ. Ο τελευταίος αντέτεινε την αρχή ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 25ης Απριλίου, οι νομικοί σύμβουλοι του Τραμπ προέτρεψαν τους δικαστές να χορηγήσουν «απόλυτη ασυλία» στους πρώην προέδρους γιατί χωρίς αυτήν οι πολιτικοί αντίπαλοί τους θα μπορούσαν να τους εκβιάζουν, απειλώντας τους με μελλοντικές διώξεις.

«Μείνε στην κούρσα και ρίξε την ευθύνη στους συμβούλους σου»

«Μείνε στην κούρσα και ρίξε την ευθύνη στους συμβούλους σου»: αυτό είναι το μήνυμα που έστειλε στον Τζο Μπάιντεν η οικογένειά του, και κυρίως η σύζυγός του Τζιλ. Η πρώτη οικογένεια των ΗΠΑ – σε πλήρη σύνθεση με παιδιά και εγγόνια – πέρασε το Σαββατοκύριακο στο ησυχαστήριό της στο Καμπ Ντέιβιντ, σε μια προγραμματισμένη από καιρό απόδραση προκειμένου να φωτογραφηθεί από τη διάσημη Ανι Λίμποβιτς για το επερχόμενο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών. Εκεί έγιναν εκτεταμένες συζητήσεις για το πολιτικό μέλλον του Τζο Μπάιντεν, αναζητήθηκαν τρόποι για να μειωθεί το άγχος δωρητών και ανώτερων στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος και, σύμφωνα με τους «New York Times», η οικογένεια προκρίνει να συνεχίσει την πορεία του προς τη διεκδίκηση μιας δεύτερης θητείας θεωρώντας ότι είναι ο καταλληλότερος για να αντιμετωπίσει τον Ντόναλντ Τραμπ. Πληροφορίες ανέφεραν ότι στο στόχαστρο βρέθηκαν οι στενότεροι σύμβουλοί του που τον προετοίμασαν για την τηλεοπτική αναμέτρηση με τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο αφήνοντας εκτεθειμένα τα τρωτά του σημεία, προκαλώντας άγχος σε ψηφοφόρους, στελέχη και δωρητές κι ενθαρρύνοντας φωνές που του ζητούν να κάνει στην άκρη.

Η Τζιλ και ο Χάντερ, ο οποίος τον περασμένο μήνα έγινε το πρώτο παιδί εν ενεργεία προέδρου που καταδικάστηκε για κακούργημα, είναι αυτοί που αντιστέκονται περισσότερο στην πίεση που ασκείται στον πρόεδρο για να τα παρατήσει.

Η αποδυναμωμένη παρουσία Μπάιντεν με τις χαμηλές αποδόσεις, την ανικανότητά του σε πολλές περιπτώσεις να διατηρήσει τον ειρμό του και να ολοκληρώσει τις προτάσεις του και την έλλειψη αντανακλαστικών για να σταματήσει την επικράτηση Τραμπ, που συχνά βασίστηκε στην εκτόξευση ψευδών, αποδίδεται στην άστοχη στρατηγική των συμβούλων του οι οποίοι δεν μπόρεσαν να τον προστατεύσουν αλλά και ούτε να τον κατευθύνουν να εστιάσει σε ένα μεγαλύτερο όραμα που πρέπει να «πουλήσει» στους ψηφοφόρους.