Φέτος είναι η χρονιά των «στρογγυλών» επετείων. Οχι ότι σημαίνει αυτό κάτι ως προς καθαυτό το γεγονός, αλλά μας δίνει μια αφορμή να αναλογιστούμε τι συνέβη, τι μεσολάβησε από τότε έως τώρα, να κάνουμε συγκρίσεις. Εχουμε λοιπόν τα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, τα είκοσι από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας αλλά και από εκείνη την 4η Ιουλίου που η εθνική μας ομάδα στο ποδόσφαιρο κέρδισε το Euro. Ενας θρίαμβος αναπάντεχος που μας ήρθε από το πουθενά, αντίστοιχος με το Πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ το 1987. Μόνο που τότε ήμασταν μια χώρα που μόλις είχε ανοίξει την πόρτα της βαλκανικής της εσωστρέφειας, ενώ το 2004 νομίζαμε ότι είχαμε κλείσει πλέον τους λογαριασμούς με το βαλκάνιο παρελθόν μας.
«Αυτό είναι το καλοκαίρι της Ελλάδας» έλεγε η φωνή του εκφωνητή από τα μεγάφωνα του σταδίου Ντα Λουζ λίγο πριν από τον τελικό με την Πορτογαλία, που ήταν και η «οικοδέσποινα» της διοργάνωσης. Το πρωί είχαμε ξεκινήσει χαράματα από την Αθήνα για τη Λισαβόνα με ένα αεροπλάνο γεμάτο με ανθρώπους αυτό που λέμε «σοβαρούς» επαγγελματικά και κοινωνικά, που όμως εκείνη την ημέρα φέρονταν (νομίζω και αισθάνονταν) σαν αρπαγμένα δεκαεξάρικα. Στο αεροδρόμιο μας περίμεναν οι «παλιοί», αυτοί που ήταν ήδη εκεί από τις προηγούμενες μέρες και είχαν πλέον εγκλιματιστεί στην ατμόσφαιρα. Μια πόλη που ζούσε στους ρυθμούς του Euro, όπου όλα παρέπεμπαν στην ποδοσφαιρική γιορτή. Το πούλμαν που μας μετέφερε στο στάδιο ξεχείλιζε από ελληνικές σημαίες, παρέες Πορτογάλων (πολύ καλόκαρδοι άνθρωποι) μας χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι ανεμίζοντας τις δικές τους σημαίες, εμείς τους απαντούσαμε με κάτι συνθήματα στα «γαλλικά» που δεν γράφονται εδώ – έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Εξω από το γήπεδο, νέα παιδιά, έναντι λίγων χρημάτων, έβαφαν το πρόσωπό μας με τα χρώματα της σημαίας μας.
Με το πρόσωπο βαμμένο γαλανόλευκο μπήκα κι εγώ στο στάδιο. Εκεί μέσα και ύστερα από τόσες μέρες που το άκουγα, συνειδητοποίησα ότι ο ρυθμός του περίφημου συνθήματος «Σήκωσέ το το τιμημένο, δεν μπορώ να περιμένω» που δονούσε εκείνες τις μέρες και τις νύχτες την Ελλάδα ήταν από τα «Καβουράκια» του Τσιτσάνη. Ολο το γήπεδο, με αυτόν τον ανεξήγητο τρόπο που συμβαίνει στο ποδόσφαιρο και με δεδομένη την πορεία της ομάδας έως τον τελικό, ήξερε ότι αυτή η νίκη θα ήταν δική μας. Το γκολ του Χαριστέα, απλά, το επιβεβαίωσε. Ενα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και που, τότε, πιστεύαμε ότι θα διαρκέσει για πάντα. ΅Οτι αυτή θα ήταν πλέον η «μοίρα» μας. Ακόμη και η νικήτρια στο ριάλιτι τραγουδιού εκείνης της χρονιάς θεωρούσαμε ότι ήταν «στρατευμένη» σε αυτόν τον σκοπό: «Ηρθες και μας άλλαξες τη μοίρα, Καλομοίρα, Καλομοίρα».
Ανατροπές, μετατροπές
Εκείνο ήταν το καλοκαίρι της Ελλάδας. Με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας μπροστά μας, με μια οικονομία που πιστεύαμε ότι «πετούσε», με τα πορτοφόλια μας γεμάτα, πρώτοι στον κόσμο, σου λέει, αναλογικά με τον πληθυσμό μας, στην κατανάλωση ειδών πολυτελείας. Η κορύφωση του μεγάλου πάρτι και της εποχής της αστακομακαρονάδας όπως συνηθίσαμε να τη λέμε. Πού να ξέραμε πώς όταν έσβηναν τα φώτα στο Ντα Λουζ ή μετά την τελετή λήξης της Ολυμπιάδας, άρχιζε, στην πραγματικότητα, η αντίστροφη μέτρηση, είχαμε ήδη μπει στην αρχή του τέλους.
Μέσα στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από τότε αναγκαστήκαμε πολλές φορές να σταθούμε αφτιασίδωτοι μπροστά στον καθρέφτη μας. Χωρίς το μακιγιάζ της φιέστας και του πανηγυρισμού. Ούτε καταλάβαμε πότε φτωχύναμε, πότε φαλιρίσαμε, πότε μπήκαμε σε οικονομική επιτροπεία, πότε αγανακτήσαμε, πότε διχαστήκαμε, πότε βρεθήκαμε από το ζενίθ στο ναδίρ. Οι ίδιοι που αποθέωναν το «πειρατικό» στους δρόμους της Αθήνας ύστερα από επτά χρόνια φώναζαν «Να καεί, να καεί το… μπιπ… η Βουλή». Ο θρίαμβος του Euro καταχωνιάστηκε στις αναμνήσεις μας, ούτε από μακριά δεν τον αγναντέψαμε, σε εθνικό επίπεδο, στις επόμενες διοργανώσεις. Και εν τω μεταξύ η Καλομοίρα κοντεύει τα σαράντα.
Αναρωτιέμαι αν διδαχθήκαμε κάτι απ’ όσα συνέβησαν μέσα σε αυτήν τη εικοσαετία. Αν μάθαμε να κοιτάμε, δηλαδή, έστω και λίγα μέτρα μετά το «σήμερα». Πολύ φοβάμαι πως όχι.