Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, που διεξαγόταν σαν σήμερα πριν από ακριβώς 9 χρόνια (πότε πέρασαν 9 χρόνια;), επί συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, είναι μέχρι τώρα καταγεγραμμένο ιστορικά ως το πρώτο ελληνικό δημοψήφισμα για τον 21ο αιώνα και ως το τραυματικότερο γεγονός – τουλάχιστον για τη δική μου γενιά, τους μιλένιαλς – μαζί με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και την τραγωδία στη Μαρφίν. Ως βίαιο κοινωνικοπολιτικό «χάπενινγκ» έχει πλέον κατακτήσει τη δική του θέση ανάμεσα σε άλλες μεγάλες στιγμές ευχάριστου ή δυσάρεστου σοκ που διαπέρασαν κατά τη Μεταπολίτευση την ελληνική κοινωνία, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο τελικός μπάσκετ του 1987 ή ο σεισμός του 1981 στην Αθήνα. «Εσύ πού ήσουν στο δημοψήφισμα;» ρωτάνε πια, με τη χρονική απόσταση ασφαλείας από το γεγονός, μέλη παρέας που δεν γνωρίζονται τόσο καλά μεταξύ τους προκειμένου να μοιραστούν ιστορίες για κάτι που επηρέασε όλη την ελληνική κοινωνία, προκαλώντας ξαφνικό διχασμό μεταξύ φίλων και συγγενών σε επίπεδα που, κατά τη διάρκεια εκείνης της ατελείωτης εβδομάδας μεταξύ αναγγελίας και διενέργειας δημοψηφίσματος, δεν φαινόταν να υπάρχει δρόμος επιστροφής.

Η παραπάνω ερώτηση, βέβαια, όταν απευθύνεται σε κάποιον σήμερα, δεν αναφέρεται τόσο στην ημέρα διεξαγωγής και ανακοίνωσης του αποτελέσματος όσο στη σοκαριστική νύχτα της αναγγελίας του, που έστειλε την Ελλάδα μέσα σε λίγα λεπτά σε μεταμεσονύχτιες ουρές στα ΑΤΜ. Μαζί με την, εν πολλοίς, βουβή απόγνωση όσων περίμεναν στην ουρά εκείνα τα αγωνιώδη 24ωρα για να αποκτήσουν πρόσβαση στους κόπους μιας ζωής ή στο μηνιάτικό τους, καταπίνοντας την αξιοπρέπειά τους κάθε φορά που έβγαζαν 3 γαλάζια χαρτονομίσματα των 20 ευρώ για να τα βάλουν σχεδόν ενοχικά στο πορτοφόλι, στο συλλογικό βίωμα επέζησαν και τα φερσίματα των τότε κυβερνώντων ως κατώτερα των περιστάσεων. Πώς να ξεχάσει κανείς τη φράση του Νίκου Παππά, ο οποίος, αμέσως μετά την ανακοίνωση της πρότασης για δημοψήφισμα, δήλωνε χαμογελαστός πως «σήμερα ξημερώνει μια υπέροχη μέρα», την ώρα που τηλεοπτικά πλάνα κατέγραφαν ηλικιωμένους να κλαίνε στα πεζοδρόμια και τη στιγμή που νέοι μπροστά στο αδιέξοδο της μη ύπαρξης εναλλακτικού σχεδίου από την επίσημη πολιτεία ήταν με το διαβατήριο ανά χείρας προς άγνωστο προορισμό; «Ο λαός μας θα ψηφίσει ΟΧΙ, θα το δείτε» έλεγε ο ίδιος έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, περικυκλωμένος από δημοσιογράφους που του απηύθυναν βροχή ερωτήσεων για το τι μέλλει γενέσθαι έπειτα από το «περήφανο ΟΧΙ».

Η μέρα εκείνη έληξε με ένα σκορ χονδρικά 60 – 40 και την περίφημη «κωλοτούμπα» – λέξη που εντάσσεται πλέον στα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα χάρη στις πολιτικές μανούβρες του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που ακόμα δεν είχε προλάβει να διαλύσει τις αυταπάτες που αργότερα παραδέχθηκε ότι είχε. Αυτό το αριθμητικό δίπολο επανεμφανίστηκε σχεδόν αθόρυβα στο αποτέλεσμα των φετινών ευρωεκλογών, όπου χονδρικά γύρω στο 40% συγκέντρωσαν οι πολιτικές δυνάμεις του τότε «Μένουμε Ευρώπη» κινήματος (ΝΔ 28,31%, ΠΑΣΟΚ 12,79%) και κοντά στο 60% όλοι οι υπόλοιποι. Και αν το επισημαίνω είναι γιατί οι νέες προκλήσεις δεν αφήνουν περιθώρια για άλλους εμφύλιους διχασμούς.

Από τότε που ο Χάρρυ Κλυνν έλεγε πως «η δημοκρατία σού δίνει το δικαίωμα να πεις αυτό που σκέφτεσαι, ακόμα κι όταν δεν είσαι σε θέση να σκέφτεσαι» (ή το άλλο χαριτωμένο, ότι «η ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα είναι μια ομαδική αυτοκτονία»), έχει μεσολαβήσει η απειλή της κλιματικής αλλαγής που κινείται εναντίον όλων, χωρίς να είναι σε θέση να κάνει διακρίσεις. Στην Αθήνα, ο περσινός Ιούνιος ήταν ο πιο θερμός από το 1860. Σε πρόσφατο συνέδριο που διοργανώθηκε στη Θράκη με θέμα την κλιματική ανθεκτικότητα από το Ιδρυμα Ευγενίδου με πρωτοβουλία της Προεδρίας της Δημοκρατίας, η ίδια η Πρόεδρος σημείωσε σχετικά πως «το πιο δύσκολο έργο για την προστασία ενός δημόσιου αγαθού είναι να εξασφαλιστεί η συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων». Οι τρέχουσες προκλήσεις καθώς και οι μελλοντικές μάς θέλουν ενωμένους στο 100%. Οχι χωρισμένους σε 60 – 40, ούτε οχυρωμένους πίσω από τεχνητά ή ανύπαρκτα ψευτοδιλήμματα άβουλων πολιτικών σαν κι εκείνο της 5ης Ιουλίου, που σήμερα το θυμόμαστε αν και προσπαθούμε να το ξεχάσουμε.