Οταν η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε και ο παγκόσμιος κομμουνισμός υποχώρησε, πολλοί ήλπιζαν ότι οι μέρες των αυταρχικών ηγετών που καλλιεργούσαν την «προσωπολατρία» είχαν τελειώσει. Είχαμε φτάσει στο «τέλος της Ιστορίας» και η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε κερδίσει. Ο πρώτος μετασοβιετικός πρόεδρος της Ρωσίας, ο Μπόρις Γέλτσιν, εξέφρασε το δημοκρατικό του πνεύμα εν μέρει δηλώνοντας χριστιανός. Και έτσι, ο Θεός, όχι ο Λένιν, έγινε το μέτρο των μη-δικτατορικών φιλοδοξιών των μετασοβιετικών ηγετών. Αλλά ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ανέτρεψε αυτή την προσέγγιση.

Το πρόβλημα με τους απροκάλυπτα θρήσκους ηγέτες είναι ότι συχνά επιδιώκουν να εμποτίσουν αποφάσεις τους με τον απολυταρχισμό της πίστης τους, κάτι που συνιστά κίνδυνο ακόμη και σε μια δημοκρατία: ο Μπους διατεινόταν ότι διεξήγαγε ένα είδος σταυροφορίας στο Αφγανιστάν και είχε χαρακτηρίσει το Ιράν, το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα «άξονα του κακού». Καθώς όμως οι πόλεμοι του Μπους πολλαπλασιάζονταν και συνεχίζονταν, η ικανότητά του να απευθύνεται στους πιστούς περιορίστηκε και οι νέες εκλογές ενίσχυσαν την ελπίδα για μια καλύτερη, λιγότερο δογματική ηγεσία.

Η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι τόσο τυχερή. Σε αντίθεση με τον Μπους, ο Πούτιν έχει τη δύναμη να επιβάλλει τον φανατισμό του όπως κρίνει σκόπιμο.

Ενώ η Ρωσία δεν είναι θεοκρατική χώρα, ο ορθόδοξος χριστιανισμός, που είναι η επίσημη θρησκεία, έχει γίνει όπως ήταν κάποτε ο κομμουνισμός. Οταν ο Πούτιν στρέφεται κατά της Δύσης, συχνά τονίζει την «παρακμή» της. Η Ρωσία – ένας «διακεκριμένος πολιτισμός» με ιστορικούς δεσμούς με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία – πρέπει να πρωτοστατήσει στην υπεράσπιση των «παραδοσιακών αξιών» όπως η ετεροφυλοφιλία και η πυρηνική οικογένεια.

Ο Πούτιν δεν ισχυρίζεται ότι είναι θεός. Δεν είναι φανατικός, αλλά μάλλον άνθρωπος της μοίρας, που έχει τα προσόντα να διεξάγει μια ιερή σταυροφορία και καλλιεργεί αυτή την εικόνα εδώ και πολύ καιρό. Το 2007, μια ομάδα ρώσων ορθοδόξων ίδρυσε μια νέα αίρεση βασισμένη στην πεποίθηση ότι ο Πούτιν είναι η μετενσάρκωση του Αποστόλου Παύλου, επιστρέφοντας για να πολεμήσει τον Αντίχριστο. Τη δεκαετία του 2010, ο Βλάντισλαβ Σούρκοφ, ένας από τους στενούς τότε συμβούλους του Πούτιν, τον ανακήρυξε «λευκό ιππότη» που εστάλη από τον Θεό για να σώσει τη Ρωσία. Και μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022, οι αναφορές στον Θεό – και η ειδική σύνδεση του Πούτιν μαζί του – κυριάρχησαν στα επίσημα ερτζιανά.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει τίποτα ασυνήθιστο ή ακόμη και ιδιαίτερα προβληματικό στην επίκληση της πίστης για να παρηγορήσει ή να παρακινήσει τους ανθρώπους σε περιόδους κρίσης. Αντίθετα, ο Πούτιν χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να δικαιολογήσει τη δημιουργία ή την επιδείνωση των κρίσεων. Ο Πούτιν δεν είναι μόνος στις μέρες μας. Ο ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, για παράδειγμα, δήλωσε νωρίτερα φέτος ότι έχει «αφιερωθεί πλήρως» στον Θεό, ο οποίος τον έστειλε «για έναν σκοπό».

Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ένας άλλος αυταρχικός ηγέτης με δημοκρατική περιβολή – έχει χρησιμοποιήσει τη θρησκεία με παρόμοιο τρόπο, όπως το 2020, όταν μετέτρεψε την εμβληματική βυζαντινή εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, την Αγια-Σοφιά, σε τζαμί. Μερικοί από τους συνεργάτες του υποστηρίζουν τώρα ότι «εστάλη από τον Αλλάχ» ως ελπίδα για τους μουσουλμάνους.

Μετά υπάρχει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο «πορτοκαλί Ιησούς» της ριζοσπαστικής Δεξιάς της Αμερικής. Ο Τραμπ μπορεί να μη γνωρίζει κανέναν στίχο της Βίβλου, αλλά ξέρει πώς να πυροδοτεί τη θρησκευτική ζέση για να ενώσει τη βάση του. Οι ηγέτες που ισχυρίζονται ότι έχουν θεϊκές αποστολές είναι ηγέτες που επιδιώκουν να αυξήσουν τη δύναμή τους και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, ιδανικά επ’ αόριστον. Ο Πούτιν έχει ήδη πετύχει αυτόν τον στόχο και ο Μόντι και ο Ερντογάν βαδίζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά ο Τραμπ μπορεί να αντιπροσωπεύει τον σοβαρότερο κίνδυνο και δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το ενδεχόμενο, εάν κερδίσει την προεδρία τον Νοέμβριο, οι ΗΠΑ να μην πραγματοποιήσουν εκλογές το 2028.

Η Νίνα Χρούστσεβα, δισεγγονή του πρώην ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ, είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο New School της Νέας Υόρκης