Ο πρώτος που άκουσε το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» πρέπει να ήταν ο Οθωνας όταν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Ο τελευταίος ήταν σίγουρα ο υπάλληλος στο αεροδρόμιο, στο περιστατικό με τον Λευτέρη Αυγενάκη. Και αυτό θα ήταν αρκετό, χωρίς να χρειάζεται ανάλυση από το VAR για το αν επρόκειτο για χαστούκι ή για αρπαγή του τηλεφώνου. Οφείλω βέβαια να σημειώσω ότι έχω βρεθεί και εγώ στη θέση του Αυγενάκη και μάλιστα σε χειρότερη κατάσταση, καθώς περίμενα στην ουρά για επιβίβαση όταν μου είπαν ότι η πτήση έκλεισε. Εβαλα τις φωνές. Με απείλησαν με Αστυνομία. Το βούλωσα, αλλά η αεροπορική εταιρεία μού επέστρεψε τα χρήματα. Αν ήμουν βουλευτής, μπορεί και να το πήγαινα στα άκρα. Δεν λένε ότι για να αξιολογήσεις έναν άνθρωπο πρέπει να του δώσεις εξουσία;

Ε, λοιπόν, το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ» έχει ακόμα πέραση. Οχι όπως κάποτε.

Παλαιότερα κρατούσαν το αεροπλάνο στο έδαφος επειδή ο υπουργός ή ο βουλευτής είχαν τηλεφωνήσει ότι καθυστερούν. Και το «Θα σε στείλω στον Εβρο» ήταν άσος στο χέρι. Διότι κάποιες φορές αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Ομως, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν πρόκειται για συμπεριφορές που αντιστοιχούν μόνο σε πολιτικούς. Εχετε παρατηρήσει σε τι ύψος τοποθετούν τη μύτη τους κάποιοι τηλεοπτικοί celebrities; Το κουτσαβάκι αισθάνεται κοτζαμπάσης και ο φοβισμένος υπάλληλος νιώθει ραγιάς. Ευτυχώς σταδιακά ξεπερνιέται. Αλλά θέλουμε καιρό ακόμα για να φτάσουμε στην κατάσταση που θα σας διηγηθώ.

Πριν από μερικά χρόνια, ένας πολύ γνωστός συμπατριώτης μας κατέφθασε με ιδιωτική πτήση σε μικρό αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης που συχνά υποδέχεται VIP αφίξεις. Στον έλεγχο διαβατηρίων έδειξε τη δυσφορία του επειδή ο ελεγκτής καθυστερούσε. Αρχισε να βρίζει. Στα ελληνικά, αλλά ήταν κατανοητό. Ο ελεγκτής σήκωσε το τηλέφωνο. Σε λίγα λεπτά είχε έρθει ειδική μονάδα για την έρευνα του learjet. Ξήλωσαν μέχρι και τα καθίσματα – κυριολεκτικά. Ειδοποιήθηκαν οι ελληνικές προξενικές Αρχές που έτρεχαν μέσα στη μαύρη νύχτα να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Και ο άνθρωπός μας περίμενε ήσυχος και ταλαιπωρημένος σε μια γωνία.

Εναλλακτική διακυβέρνηση

Αποφεύγω να αναφερθώ αριθμητικά στους υποψηφίους για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γιατί μέχρι να διαβάσετε αυτές τις γραμμές μεσολαβεί μία νύχτα και μπορεί να έχουν ξεπεταχτεί μερικοί ακόμα. Δεν το επισημαίνω για κακό. Μια χαρά είναι. Κάθε Eλληνας μπορεί να θεωρεί εαυτόν εν δυνάμει πρωθυπουργό και το ΠΑΣΟΚ του δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσει το όνειρο. Θα μπορούσε, άλλωστε, η διαδικασία να εξελιχθεί και σε ένα ενδιαφέρον ριάλιτι, εντός της Χαριλάου Τρικούπη, με τον τελευταίο να κατακτά τον τίτλο του «Ανδρέα». Oλα καλά. Εκείνο που αρχίζει να κουράζει είναι η ατάκα περί «πρότασης εναλλακτικής διακυβέρνησης» που κάθε υποψήφιος έχει στο μυαλό του. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι στο διάολο, όπως θα έλεγε η κυρία Θεανώ, περιέχει μία «πρόταση εναλλακτικής διακυβέρνησης». Αν μου την εξηγήσει πειστικά κάποιος, δεσμεύομαι να πάω να τον ψηφίσω.

Η συνενοχή του 62%

Την 4η Ιουλίου θυμόμαστε το θαύμα της Πορτογαλίας, αυτό που, κατά τον Καρπετόπουλο, δεν πρόκειται να επαναληφθεί ποτέ. Και την επομένη ανατρέχουμε στο δημοψήφισμα του 2015. Λες και η Ιστορία έβαλε τις επετείους δίπλα – δίπλα για να μας τρολάρει ή έστω να μας θυμίσει ότι η κορυφή από τον πάτο της καταβόθρας απέχει όσο ένα πετάρισμα των ματιών. Το δημοψήφισμα του 2015 αποτελεί, φυσικά, μία από της μεγαλύτερες πολιτικές αγυρτείες στο χρονολόγιο της σύγχρονης Ελλάδας. Ασφαλώς τα γεγονότα έχουν αναλυθεί, πέρασαν από κόσκινο, ξέρουμε σχεδόν τι άκουσαν οι τοίχοι του Μαξίμου και του Προεδρικού Μεγάρου εκείνες τις μέρες. Οι πολιτικές ευθύνες έχουν αποδοθεί και οι ιστορικές θα πέσουν βαριές στις καμπούρες των πρωταγωνιστών. Ομως είναι κάτι που δεν ξύνουμε. Πρόκειται για την αφέλεια ή, αν θέλετε, τη συνενοχή του 62% των ψηφοφόρων. Η χώρα έφτασε στο χείλος της καταστροφής με τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών της. Θύμωσαν με το «μαζί τα φάγαμε», αλλά θα ήταν μια χαρά με το «μαζί βουλιάξαμε».