Μέσα στα επόμενα χρόνια, όχι πολύ μακριά από σήμερα, θα βρεθεί ένας υπουργός, μια κυβέρνηση, που θα πει στους πολίτες ότι τα σπίτια τους χρειάζονται ενεργειακή αναβάθμιση και ότι αυτό θα είναι καλό για τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό, λόγω των χαμηλότερων λογαριασμών της ενέργειας. Θα τους πουν επίσης ότι είναι υποχρεωτικό, αν θέλουν να τα αξιοποιήσουν, να τα νοικιάσουν, να τα πουλήσουν ή ακόμα και σε πιο προχωρημένη έκδοση να πληρώσουν φτηνότερο ΕΝΦΙΑ. Το θέμα βέβαια είναι τι θα τους πουν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων, καθώς τα λεφτά που θα χρειαστούν είναι πολλά. Αλλά μέχρι τότε έχουμε χρόνο… ή έτσι νομίζουμε, καθώς ήδη έχουμε καθυστερήσει.

Σε εθνικό επίπεδο και έπειτα από αλλεπάλληλα προγράμματα Εξοικονομώ έχει αναβαθμιστεί μόλις το 9,5% του κτιριακού μας αποθέματος. Αυτό το καταφέραμε μέσα σε 13 χρόνια. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, πρέπει να αναβαθμιστεί περίπου άλλο τόσο βάσει των εθνικών στόχων, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε, προκειμένου να δαπανήσουμε, περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Περίπου 5 δισ. ευρώ τον χρόνο και δεν θα έχουμε φτάσει ούτε στο ένα πέμπτο του δρόμου. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη κατασκευαστική πρόκληση των καιρών μας, με κινητοποίηση τόσο ιδιωτικών κεφαλαίων όσο και δημόσιων και βέβαια τραπεζικών. Για να γίνει αντιληπτό το διακύβευμα, νιώθουμε ίλιγγο μπροστά στο ανεκτέλεστο των 15 δισ. δημοσίων έργων που έχουν οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες. Φανταστείτε πόσο σημαντικό είναι το συγκεκριμένο project που επιπλέον θα πρέπει να εκτελεστεί από μικρού κατά κανόνα μεγέθους εταιρείες.

Τρεις ευρωπαϊκές οδηγίες που πέρασαν πρόσφατα έκαναν ακόμα πιο πιεστική την κατάσταση. Σύμφωνα με αυτές, η Ελλάδα έχει την υποχρέωση να αναβαθμίσει ενεργειακά όλα τα κτίρια που είναι κάτω από την κατηγορία Ε και να ανέβουν τουλάχιστον στην κατηγορία Ε. Αυτό σημαίνει κατ’ ελάχιστον ανακαινίσεις, με αντικατάσταση των καυστήρων με αντλίες θερμότητας και των παλαιών ενεργοβόρων κλιματιστικών με νέας τεχνολογίας κλιματιστικά. Και άλλα λεφτά, ακόμα περισσότερα.

Θα πει κάποιος, μα έχουμε άφθονα ευρωπαϊκά λεφτά, έχουμε τα προγράμματα Εξοικονομώ και αντικατάσταση συσκευής και πολλά άλλα επισκευών κατοικιών. Πιστεύει κανείς ότι αρκούν; Ακόμα και αν υπάρχουν τα λεφτά, που δεν υπάρχουν στον βαθμό που θα θέλαμε, θα πρέπει να ξαναφτιαχτούν όλα αυτά τα προγράμματα από την αρχή με διαφορετικές στοχεύσεις. Με λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη ευελιξία. Θα πρέπει να δουν οι αρμόδιοι, γιατί για παράδειγμα το πρόγραμμα αντικατάστασης συσκευών για επιχειρήσεις συνάντησε ενδιαφέρον πολύ μικρότερο του αναμενομένου.

Θα υπάρξουν και επιπτώσεις στην κτηματαγορά. Τα λίγα καλά και ενεργειακά αναβαθμισμένα σπίτια θα γίνουν ακριβότερα και θα προστεθούν στα ακόμα πιο λίγα πανάκριβα νεότευκτα, της ανώτατης ενεργειακής κατηγορίας, δημιουργώντας μια αγορά δύο ταχυτήτων, στην οποία θα κυριαρχούν κατοικίες από το παλιό ακατάλληλο αλλά ακόμα φτηνό κτιριακό απόθεμα. Πολλοί διαβλέπουν μια κοινωνική αντίδραση που έρχεται. Στις ΗΠΑ ήδη σε κάποιες πολιτείες η αντίδραση έχει φτάσει στο μπλοκάρισμα των ενεργειακών αναβαθμίσεων, οι οποίες κρίνονται περιττές και ας είναι σαφές ότι η απόσβεση του κόστους κατασκευής μέσω των χαμηλότερων λογαριασμών ενέργειας είναι βέβαιη σε λίγα μόνο χρόνια. Εδώ έχουμε αφήσει το θέμα στην τύχη του, αντί να επικοινωνούμε με κάθε μέσο, τώρα που είναι ακόμα νωρίς, τα οφέλη, έναντι μειονεκτημάτων όπως το κατασκευαστικό κόστος, από τη μετατροπή του σπιτιού μας σε ενεργειακά αποδοτική κατοικία.