Ολοένα και μικρότερες ηλικίες εγκλωβίζονται στον σκοτεινό κόσμο των διατροφικών διαταραχών, με παιδιά ακόμα και 8 ή 9 ετών να επισκέπτονται τα ιατρεία των ειδικών στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια σιωπηλή μάστιγα: κάθε 53 λεπτά ένας άνθρωπος παγκοσμίως πεθαίνει από κάποια διατροφική διαταραχή. Την ίδια στιγμή μια νέα θεραπεία που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες του πλανήτη δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα υποσχόμενη να δώσει λύση σε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη νόσο.
Οπως προκύπτει από εν εξελίξει έρευνα, που πραγματοποιείται με τη συμμετοχή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τα πρώτα αποτελέσματα από την εφαρμογή του νέου πρωτοκόλλου στη χώρα μας είναι άκρως ενθαρρυντικά. Πρόκειται για το θεραπευτικό πρωτόκολλο TBT-S, το οποίο εφαρμόζεται στις ΗΠΑ, στη Νορβηγία, στον Καναδά, στην Αργεντινή, στην Αλάσκα και αλλού, ενώ η Αυστραλία το ενέταξε επισήμως, πριν από λίγο καιρό, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της.
Οπως εξηγεί η δρ Μαρία Τσιάκα, εξειδικευμένη ψυχολόγος για τις διατροφικές διαταραχές και ιδρύτρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών, «η νευρική ανορεξία είναι μία εγκεφαλικά προσδιοριζόμενη νόσος που προκαλείται από την αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος». Δυστυχώς, «μετά το δεύτερο lockdown είχαμε μεγάλη αύξηση περιστατικών σε παιδιά και εφήβους. Αυτοί οι ασθενείς δεν έλαβαν τη βοήθεια που είχαν ανάγκη, με αποτέλεσμα να τείνουν να γίνουν χρόνιοι. Φοβάμαι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουμε μέσα στην επόμενη πενταετία» λέει.
«Μια βασική αιτία είναι το γεγονός ότι τα παιδιά μπαίνουν πλέον στην εφηβεία πολύ νωρίτερα σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα στις ηλικίες αυτές να βρίσκονται στην προήβη. Αυτό είναι ένα ανοιχτό ορμονικό παράθυρο που σε συνδυασμό με το τι συμβαίνει στο περιβάλλον του παιδιού και με ενδεχόμενη κληρονομική προδιάθεση πυροδοτεί την έναρξη της νόσου».
Διάγνωση
Ενας επιβαρυντικός παράγοντας για την αντιμετώπιση του προβλήματος στις μικρές ηλικίες είναι ότι συνήθως η οικογένεια καθυστερεί να διαγνώσει το πρόβλημα. «Επίσης, η εξέλιξη της νόσου είναι ταχύτατη. Ενα παιδί μπορεί μέσα σε 3-4 μήνες να φτάσει σε τόσο χαμηλό βάρος όσο, αντίστοιχα, θα έφτανε ένας έφηβος ή ένας ενήλικος σε 1,5-2 χρόνια. Οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές. Οταν το παιδί δεν παίρνει ενέργεια, επηρεάζονται τα νευρωνικά κυκλώματα και οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανταμοιβή, με τη λήψη αποφάσεων, μπορεί το παιδί να έχει ένταση, προβλήματα στον ύπνο, να προσκολλάται στη ρουτίνα και γενικά οι γονείς να βλέπουν ένα παιδί να μεταμορφώνεται χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί».
Ακόμα και παιδιά τόσο μικρών ηλικιών καταλήγουν κάποιες φορές για νοσηλεία στο Νοσοκομείο Παίδων, «όπου υπάρχει πολύ μεγάλη λίστα αναμονής. Οι ανάγκες είναι αυξημένες, οι κλίνες λίγες, οι μονάδες δεν έχουν στελεχωθεί και δεν υπάρχει εξειδίκευση σε νέα πρωτόκολλα. Ετσι, όταν δεν υπάρχει διαχείριση του προβλήματος εκτός νοσοκομείου, το πρόβλημα βαθαίνει» σημειώνει η δρ Τσιάκα.
Πρωτόκολλο TBT-S
Η καινοτομία του νέου πρωτοκόλλου για το οποίο η ίδια έχει πιστοποιηθεί ως εκπαιδεύτρια είναι το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την οικογένεια ως βασικό πυλώνα για τη διαχείριση του προβλήματος. «Σήμερα στην Ελλάδα εφαρμόζεται μόνο ένα θεραπευτικό πρωτόκολλο, το οποίο δημιουργήθηκε το 1993 και από τότε δεν έχει ανανεωθεί. Πρόκειται για τη γνωσιακή θεραπεία, η οποία, δυστυχώς, για διάφορους λόγους έχει χαμηλά ποσοστά επιτυχίας. Επίσης, σε αυτό το πρωτόκολλο δεν αξιοποιείται καθόλου το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο αντιθέτως στο TBT-S αποτελεί βασικό κλειδί ανάρρωσης» εξηγεί. «
Θεωρούμε ότι ο εγκέφαλος του ασθενούς είναι “τυφλός” σε κάποια σημεία, άρα δεν μπορεί να δει καθαρά, και εμφανίζει κάποιες αυτοματοποιημένες συμπεριφορές. Εκεί θέλουμε ο υποστηρικτής – γονιός, σύντροφος, αδελφός – να τον καθοδηγεί ώστε να μην παρεκκλίνει. Οι οικογένειες λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση μαζί με τον ασθενή, ενώ δίνεται επίσης βαρύτητα στα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του ασθενούς –και το πώς αυτά εκδηλώνονται νευροβιολογικά με τον υποσιτισμό – με αποτέλεσμα να αξιοποιούνται προς όφελος της θεραπείας.
Τέλος, η αποκατάσταση των νευροδιαβιβαστών, που έχουν υποστεί βλάβες, γίνεται με φάρμακο την ίδια την τροφή η οποία δίνεται δοσολογημένα στον ασθενή από τους ειδικούς. Στο συγκεκριμένο πρωτόκολλο υπάρχει συνεργασία γιατρών, ψυχιάτρων, διαιτολόγων και τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας που κάνουμε είναι εντυπωσιακά».