Ο Κώστας Καραμανλής εστίασε στην «κρίση εμπιστοσύνης» μέσα από μια βόλτα στον ευρωπαϊκό χάρτη, πριν καταλήξει στην Αθήνα και στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η μεγάλη αποχή στις ευρωεκλογές – έξι στους δέκα ψηφοφόρους προτίμησαν τον καναπέ και τις παραλίες – ήταν το ακλόνητο επιχείρημα που στήριζε τη συλλογιστική του και τις δικές του προειδοποιήσεις. Ο Αντώνης Σαμαράς, που προηγήθηκε στο ίδιο βήμα, ήταν πιο ευθύς και περισσότερο ωμός στις διατυπώσεις. Η κρίση εμπιστοσύνης αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη – μαζί τους και άλλα «νεφελώδη κεντρώα σχήματα» που ηττήθηκαν πανηγυρικά. Η διπλή επίθεση των δύο πρώην προφανώς δημιουργεί παρενέργειες που θα έχουν συνέχεια, αλλά η συζήτηση που άνοιξαν έχει πολλές πτυχές. Ουδείς αμφιβάλλει ότι η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδες δομικό υλικό και όχι μόνον σε ένα πολιτικό οικοδόμημα. Διατηρεί την ισορροπία και στον κοινωνικό ιστό. Ακόμη κι εκείνοι που προτίμησαν στις πρόσφατες κάλπες την παραλία, για παράδειγμα, προεξοφλούν ότι μια μπίρα ή ένα αναψυκτικό που παρήγγειλαν στην ξαπλώστρα εξασφαλίζει όλα τα εχέγγυα υγιεινής και πίνουν άφοβα από το μπουκάλι. Δεν έχουν την παραμικρή επιφύλαξη για το εάν οι εταιρείες εμφιάλωσης εφαρμόζουν πιστά όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες και δεν κάνουν καν δεύτερη σκέψη – η εμπιστοσύνη έχει κερδηθεί μέσα από την εμπειρία της ίδιας της ζωής. Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις αποτελούν ένα δεύτερο παράδειγμα καθολικής εμπιστοσύνης. Εδώ και δεκαετίες ουδείς αμφισβητεί το αδιάβλητο της διαδικασίας, που εξασφαλίζει και μια ισονομία των εξεταζομένων, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, εθνικότητα, το σχολείο ή την περιοχή από την οποία προέρχονται. Μόνον ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων από χρονιά σε χρονιά ή κατά περίπτωση τα κριτήρια των βαθμολογητών μπορεί να προβληματίζουν, αλλά η εμπιστοσύνη είναι αυτή που κρατά το σύστημα των εξετάσεων όρθιο. Αν χαθεί, έστω και για ένα έτος, ο θεσμός θα καταρρεύσει.
Οταν ο Σαμαράς και ο Καραμανλής αμφισβητούν την κυβερνητική επάρκεια και αναδεικνύουν ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης από την πλευρά της κοινωνίας, γνωρίζουν καλά ότι χτυπούν εκεί που η κυβέρνηση – και κάθε κυβέρνηση – δεν έχει περιθώριο αντίδρασης και πληγώνεται περισσότερο. Το γνωρίζουν και μέσα από την προσωπική τους εμπειρία – και το σχεδόν νομοτελειακό εκλογικό αποτέλεσμα στις κάλπες του 2009 και του 2015. Το ερώτημα που κατάφεραν οι δύο πρώην αρχηγοί να προστεθεί στις νεοδημοκρατικές συζητήσεις και όχι μόνον, είναι εάν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εισέλθει σε έναν αναπόδραστο κύκλο φθοράς, ανεξάρτητα από το χάσμα που τη χωρίζει από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι το χάσμα με όσους έπονται εξακολουθεί να διατηρείται, αλλά σαφή απάντηση για το βάθος της φθοράς προσώρας δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση βρίσκεται ακόμη μόνη της στο γήπεδο, αλλά μια πτωτική καταγραφή είναι ορατή – στα ποσοστά, στη θετική αξιολόγηση, στην εμπιστοσύνη. Αν όλο και περισσότεροι θεωρούν ότι η χώρα κινείται σε λάθος δρόμο, το χρεώνεται πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου η κυβέρνηση.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, είναι εξίσου πρόδηλο ότι όσοι έχουν αποφασίσει να κινηθούν στον δρόμο της κριτικής ή του αντάρτικου, έχουν ήδη επιλέξει στόχους. Εχουν στρέψει τα πυρά σε εκείνους που θεωρούν αδύναμους κρίκους ή εύκολα εξιλαστήρια θύματα. Ο Αντώνης Σαμαράς σχεδόν ανοικτά επέλεξε τον Ακη Σκέρτσο, όχι τόσο επειδή είχε καθοριστικό ρόλο στη νομοθέτηση για τον γάμο ομοφύλων, αλλά και γιατί εκτιμά ότι είναι ένα ευάλωτο πρόσωπο δίπλα στον Πρωθυπουργό. Τα «νεφελώδη κεντρώα σχήματα» πρέπει να μπορούν συνδεθούν με συγκεκριμένα πρόσωπα για να εδραιωθεί ένα πλάνο εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Κυρίως επειδή οι διαρροές στα δεξιότερα του χάρτη θα μπορούσαν να οδηγήσουν προσεχώς και σε μια στροφή που θα ερμηνευόταν και ως συνθηκολόγηση. Ο Σκέρτσος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία σε όλα αυτά, θεωρώντας ότι βρίσκεται από το 2019 στο Μαξίμου για να υπηρετεί ακριβώς τον ρόλο που υπηρετεί. Θα συνεχίσει να γεμίζει τους μπλε φακέλους και, αν χρειάζεται, να λειτουργεί σαν αλεξικέραυνο. Ο επόμενος ανασχηματισμός, άλλωστε, δεν βρίσκεται κοντά.