Μολονότι έγραφε μουσική και μοναδικά τραγούδια, αγαπούσε τον λόγο και τους λογοτέχνες. Τους ποιητές. Ενα έργο τέχνης μπορούσε να τον κάνει να σε πάρει σ’ ένα ταξίδι – στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στο Βερολίνο – για να σ’ ευχαριστήσει που το γέννησες. Θα ‘θελα να κοιμάμαι – είπε σ’ έναν έκπληκτο δημοσιογράφο – κι όχι να γράφω μουσική. Κι έγραφε για τον κινηματογράφο, το θέατρο. Οταν μου ζητούν μία συνεργασία πρέπει να με πληρώνουν γι’ αυτό που θέλουν να κάνω και γι’ αυτό από το οποίο με αποσπούν. Αγαπούσε στα ταξί τη θέση θανάτου· δίπλα στον οδηγό. Μέχρι που ήρθε πίσω. Τους ζητούσε – αυστηρά – να κλείσουν τη μουσική. Και κάποτε με ρώτησε ποιος τραγουδούσε. Δεκατετραετής έπαιξε πιάνο σε αθηναϊκά σαλόνια και συζητήθηκε. Εβαλα στα παπούτσια μου πέτρες για να κάνω το βάδισμά μου σταθερό. Μου είπε. Πονούσα αλλά βάδιζα. Ολοι τον φαντάζονταν με κόσμο, θαυμαστές. Αλλά αυτός, πιο συχνά, ήταν μόνος του, στον δρόμο, στο σπίτι.

Μίλησε, το 1948, για το ρεμπέτικο, στο θέατρο του Κάρολου Κουν, όπου ο λόγος του έκανε πάταγο. Ενας φίλος του, που τον εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι, και δεν ήρθε στο ραντεβού τους, στου Ορφέα, τον οδήγησε σ’ αυτά τα τραγούδια. Ο δίσκος του, «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», με δημιουργίες μυθικών συνθετών, φώτισε τα έργα τους.

Είχε μετατρέψει σε πράξεις τις πολιτικές του ιδέες, κι όταν έλεγε απλά τη γνώμη του έστελνε πολλούς στο υπερπέραν. Απέφευγε να θυμώνει, αλλά αν θύμωνε, πολλές πόρτες άνοιγαν από τη δύναμη της φωνής του. Ηταν ευγενής και προσηνής σ’ όσους τον πλησίαζαν και η μορφή τους τον οδηγούσε. Απέφευγε τους βρώμικους και αγενείς. Του άρεσε η νύχτα. Και τα ταξίδια. Και τα μηχανήματα ήχου. Οι μουσικές του Μπαχ. Το μπαρόκ της μουσικής του διυλίζεται από τον ήλιο της Μεσογείου, την ομίχλη της Θεσσαλονίκης, την υγρασία της Νέας Υόρκης στο ίδιο γεωμετρικό πλάτος και οι δύο πόλεις. Εδώ περπάτησε φορώντας γραβάτα, πουκάμισο, σακάκι. Γυαλιά.

Αυτά τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε να κοιμηθούν απόψε. Κι ο Μ.Χ. επίσης. Επαιζε πιάνο και δεν θέλουν να σβήσουν το όνειρο, τη μαγεία. Αν καθόσουν δίπλα του είχες την αίσθηση πως κάθεσαι σ’ ένα ηφαίστειο. Ετοιμο να εκραγεί. Και που όμως όλο αναβάλλει. Λένε πως ο Πλάτων περνώντας εκείνη τη μέρα, για να πάει σε Συμπόσιο, από σύμπτωση, δεν συναντήθηκε μαζί του. Κι έτσι δεν υπάρχουν οι απόψεις του για τον έρωτα στο ομώνυμο έργο του. Ομως ο Μ.Χ. τον περιγράφει σταθερά στη μουσική του τέχνη. Οπως και στα ποιήματά του. Στο βιογραφικό του δηλώνει πώς – τον επηρέασαν βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του Βυζαντίου, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης, και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζε τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά.

Μάνος Χατζιδάκις είναι το όνομά του. Αγαπούσε την καθαρή ψυχή και τα σώματα. Γεννήθηκε στην Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου του 1923. Εφυγε από την Αθήνα, 15 Ιουνίου του 1994. Οι Μούσες και ο Απόλλων τον επαναφέρουν συχνά στον δρόμο μας που είναι γεμάτος με νεοελληνικά εμπόδια.

Μπάζα.

ΥΓ: Κουράστηκε να περιμένει. Δεν ήρθε. Βάδισε στο πιο κοντινό κατάστημα νεωτερισμών. Ζήτησε ένα λινό κοστούμι. Φαιά χρώματα, όπως αρμόζει στο πένθος για την αρμονία και τη δικαιοσύνη που λείπουν από τον κόσμο. Είπε στον υπάλληλο. Και ζήτησε παραβάν ν’ αλλάξει. Μετά μπήκε στο καφενείο. Απέναντι. Κι είδε τη μορφή του στον καθρέφτη. Το καινούργιο του κοστούμι του άρεσε. Δεν έκανε λάθος στην επιλογή. Γεννήθηκα 23 Οκτωβρίου του 1925, στην Ξάνθη. Είπε. Ζήτησε έναν μέτριο. Και άναψε τσιγάρο.