Με καθυστέρηση αλλά το χρωστάω, επειδή δεν είδα (στη σύντομη ανάπαυλα που ήμουν μακριά από τη σελίδα) κανείς να το θυμάται. Ο «ξέρεις-ποιος-είμ’-εγώ» βουλευτής Ηρακλείου Λευτέρης Αυγενάκης, που την προηγούμενη εβδομάδα διαγράφτηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ έπειτα από επεισόδιο που προκάλεσε στο αεροδρόμιο επειδή δεν άνοιξαν οι θύρες του αεροπλάνου για να επιβιβαστεί μολονότι καθυστερημένος, ήταν ανέκαθεν απέναντι στο πνεύμα που έχει επαγγελθεί η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Και στο παρελθόν έχει κάνει ό,τι μπορούσε για να αποδείξει ότι είναι ένας βουλευτής επαρχίας, όπου τα όρια του κόσμου είναι τα όρια του κόσμου του. Και ποιος είναι ο κόσμος του; Πολύ στενός. Μια εξουσιαστική εκδοχή της πραγματικότητας, όπου οι άνθρωποι χωρίζονται σε ηρακλειώτες ψηφοφόρους του και σε όλους τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι το δείγμα γραφής από το παρελθόν ήταν χαρακτηριστικό και θα μπορούσε να μοιάζει με προειδοποιητικό καμπανάκι για να μη χρησιμοποιηθεί σε κυβερνητικό πόστο. Φαίνεται όμως ότι ο Πρωθυπουργός στάθμισε τα υπέρ και τα κατά και θεώρησε ότι η κυβερνητική θητεία σε μια κυβέρνηση με μεταρρυθμιστικό στόχο εξευγενίζει. Φυσικά, έκανε λάθος.
Είχα προσέξει τον Λευτέρη Αυγενάκη το 2015, όταν ανακατεύτηκε στην υπόθεση Χάιντς Ρίχτερ. Στην προσπάθεια, δηλαδή, μερικών ελλήνων πολιτών, στους οποίους ο βουλευτής της ΝΔ συγκαταλεγόταν, να ποινικοποιήσουν τη δουλειά ενός επιστήμονα, ενός ιστορικού, η προσέγγιση του οποίου για τη Μάχη της Κρήτης, ενός ιστορικού συμβάντος με μεγάλη φόρτιση, δεν τους έβρισκε σύμφωνους. Θα εξιστορήσω τα περιστατικά.
Ο γερμανός ιστορικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μανχάιμ, Χάιντς Ρίχτερ (πέθανε τον περασμένο Μάρτιο), σε βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης είχε διατυπώσει την άποψη ότι σημειώθηκαν κτηνωδίες κατά των τραυματισμένων και νεκρών γερμανών στρατιωτών από τους Κρητικούς, κατά παράβαση του δικαίου του πολέμου. Γι’ αυτόν τον λόγο, έγραφε, τα αντίποινα των Γερμανών ήταν μάλλον περιορισμένα και, σε έναν βαθμό, αντίδραση σε αυτές τις κτηνωδίες.
Επακόλουθο της δημοσίευσης αυτών των θέσεων, που θεωρήθηκαν αιρετικές, ήταν η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του συγγραφέα, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι αρνείται τη σοβαρότητα αναγνωρισμένων από την ελληνική Βουλή εγκλημάτων πολέμου που έχουν διαπράξει οι Ναζί. Θύμα της συμπεριφοράς αυτής θεωρήθηκε ο κρητικός λαός, στο όνομα του οποίου ασκήθηκε η δίωξη, μάλιστα με τον λεγόμενο «αντιρατσιστικό νόμο», που και όταν ψηφίστηκε και αργότερα επικρίθηκε, ιδίως επειδή χρησιμοποιήθηκε για να λύσουν ορισμένοι δικαστικά απλές ιδεολογικές εκκρεμότητες.
Οι κατήγοροι, κι ανάμεσά τους ο Λευτέρης Αυγενάκης ο οποίος προβλήθηκε ιδιαίτερα χάρη στην πρωτοβουλία αυτή στα κρητικά ΜΜΕ, διεκδίκησαν μια τοπικιστική αντίληψη για τα ιστορικά γεγονότα. Διεκδίκησαν την πεποίθηση της ηρωικής συμπεριφοράς ως τελεσίδικη αντίληψη για συμβάντα τα οποία έχουν να κάνουν με προγόνους – λες και η Ιστορία γράφεται από απογόνους ή από εθνικά σύνολα. Και πάντως διεκδίκησαν να διώξουν έναν επιστήμονα, τα συμπεράσματα της επιστημονικής μεθόδου του οποίου δεν συμφωνούσαν με τις δικές τους πεποιθήσεις.
Τον Φεβρουάριο του 2016, ο καθηγητής Ρίχτερ αθωώθηκε. Οι απόψεις του έμειναν ελεύθερες στην κριτική ή ακόμα και στην απόρριψη. Η ελληνική Δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος της και δεν επέτρεψε τον διασυρμό της Ελλάδας ως χώρας που διώκει την ελευθερία της έκφρασης.
Δυστυχώς, ο ρόλος του Λευτέρη Αυγενάκη σε εκείνη την υπόθεση, δείγμα γραφής, δεν προσέχτηκε όπως έπρεπε. Ετσι του δόθηκε η ευκαιρία να δείξει ποιος είναι – με τα γνωστά αποτελέσματα.
Μια άτοπη παρέμβαση
Τις ημέρες αυτές γίνεται μια πολύ σημαντική δίκη για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ. Κατηγορούνται δύο άτομα ως εκτελέσαντες συμβόλαιο θανάτου. Στην ακροαματική διαδικασία, όπως μας πληροφορεί ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ, συνδικαλιστικού οργάνου των δημοσιογράφων, «παραβρέθηκε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, προσκεκλημένη της ΕΣΗΕΑ, προκειμένου να δηλώσει την απαίτηση των ευρωπαίων δημοσιογράφων για την απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση».
Πρόκειται για απολύτως άτοπη ενέργεια. Ο δημοσιογραφικός συνδικαλισμός έδωσε εξαρχής μεγάλη διάσταση στο θέμα, κατακεραυνώνοντας την ατιμωρησία για τη δολοφονία του δημοσιογράφου – με εμφανή στόχο να χτυπηθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που γινόταν προσπάθεια να φανεί ότι χειραγωγεί τον Τύπο. Οι Αρχές προσήγαγαν δυο άτομα, στοιχειοθέτησαν κατηγορίες και, πλέον, είναι η ώρα της Δικαιοσύνης. Τι παραπάνω μπορεί να θέλει η πρόεδρος των ευρωπαίων δημοσιογράφων από την απόδοσή της; Και γιατί έχει λόγο σε ένα θέμα που είναι στη δικαιοδοσία των δικαστών; Δικαιοσύνη δεν θέλει; Και ποιοι απονέμουν δικαιοσύνη; Οι δημοσιογράφοι;
Κατανοώ το πάθος, όλοι θέλουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Για όλους. Μου κάνει εντύπωση, όμως, ότι τα διάφορα κινήματα, μαζί και οι δημοσιογράφοι, έχουν σιωπήσει για το ανεξιχνίαστο έγκλημα της Μαρφίν, για το οποίο ως φαίνεται δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη ποτέ. Πόθεν η διάκριση;