Μετά την εμφατική ήττα που υπέστη το κόμμα του στις ευρωεκλογές από την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν προκάλεσε σοκ στους πάντες διαλύοντας τη Βουλή και προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές. Δικαιολόγησε την απόφασή του ισχυριζόμενος ότι με τις εκλογές θα «ξεκαθαρίσει» το πολιτικό σκηνικό – όμως, οι συμπατριώτες του δεν δείχνουν να συμμερίζονται την άποψή του.
Ακόμη και όσοι δεν φοβούνται ότι το ρίσκο που ανέλαβε ο Μακρόν θα φέρει στην εξουσία την Ακροδεξιά, ανησυχούν για το χάος που ενδέχεται να προκύψει. Οπως το έθεσε ο Εντουάρ Φιλίπ, πρωθυπουργός από το 2017 ως το 2020, ο πρόεδρος «σκότωσε την προεδρική πλειοψηφία», χωρίς μάλιστα αυτό να είναι αναγκαίο. Πλέον, ένα κοινοβούλιο σε αδιέξοδο, με την Εθνική Συσπείρωση ως το μεγαλύτερο κόμμα, είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Μακρόν έχει ξεκαθαρίσει ένα πράγμα: η στρατηγική του να συγκροτήσει έναν ισχυρό κεντρώο χώρο στη Γαλλία έχει αποτύχει. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να σημειώσουν και άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες.
Ο μύθος λέει πως η πρώτη ερώτηση που θα έκανε ο Ναπολέοντας για κάθε αξιωματικό του στρατού δεν αφορούσε τις ικανότητές του, αλλά το κατά πόσο ήταν τυχερός. Οταν, λοιπόν, ο Μακρόν θριάμβευσε το 2017, αποδείχθηκε εξαιρετικά τυχερός. Ο προκάτοχός του ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε δεν έκανε καν τον κόπο να διεκδικήσει δεύτερη θητεία, ενώ ο πιθανός νικητής από την πλευρά του συντηρητικού στρατοπέδου είχε εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο. Ο Μακρόν άδραξε την ευκαιρία για να προσφέρει αυτό που κάποιοι θα ονόμαζαν ως τη δεύτερη έλευση του «Τρίτου Δρόμου». Ακριβώς όπως ο Τόνι Μπλερ, ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία το 1997, ο Μακρόν υποστήριξε ότι ο παλιός διαχωρισμός ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά ήταν ξεπερασμένος και πως οι κεντρώοι θα έπρεπε απλώς να επιλέξουν εκείνες τις πολιτικές που θα «λειτουργούσαν καλύτερα».
Ο Μακρόν απευθύνθηκε τόσο προς τους Σοσιαλιστές όσο και προς τους Γκολικούς, υποθέτοντας πως κάθε λογικός άνθρωπος θα συσπειρωνόταν ευχαρίστως στο μετριοπαθές Κέντρο. Οσοι, δε, απέρριπταν την πρόσκλησή του θεωρούνταν, εξ ορισμού, άλογοι εξτρεμιστές. Για ένα διάστημα, αυτή η προσέγγιση είχε ρεύμα, επειδή το φαινομενικά επεκτεινόμενο Κέντρο του Μακρόν πολιορκούνταν από το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν (σήμερα Εθνική Συσπείρωση) στα ακροδεξιά και από την Ανυπότακτη Γαλλία του πυρπολητή Ζαν-Λικ Μελανσόν στα ακροαριστερά. Ομως, αυτή η τεχνοκρατική προσέγγιση – «εάν δεν είστε μαζί μας, τότε είστε παράλογοι» – τελικώς απέτυχε να μετασχηματίσει το πολιτικό σκηνικό.
Αντιθέτως, η τεχνοκρατική προσέγγιση τείνει να προκαλέσει αντίδραση, επειδή δίνει την ευκαιρία στους λαϊκιστές να προβάλλουν το επιχείρημα – ευλόγως – ότι δεν υπάρχουν μονοσήμαντα ορθολογικές λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα, όπως επίσης και ότι η δημοκρατία υποτίθεται πως έχει να κάνει με τη δυνατότητα επιλογής και τη λαϊκή συμμετοχή, όχι με το δόγμα των ελίτ πως δεν υπάρχει εναλλακτική.
Είναι γεγονός ότι το αλαζονικό στυλ του Μακρόν δεν βοήθησε. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, τον κατέστησε μια εξαιρετικά μισητή πολιτική φυσιογνωμία. Ομως, πέρα από τις προσωπικές αποτυχίες ενός ανθρώπου ο οποίος παρουσιάζει τον εαυτό του ως φιλόσοφο-βασιλιά, το πιθανότερο σενάριο ήταν πάντα ότι αυτού του είδους το κεντρώο οικοδόμημα, που είχε στόχο να αντλήσει ό,τι καλύτερο τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά, αυτό που θα πετύχαινε θα ήταν να αποξενώσει και τις δύο πλευρές παρά να εναρμονίσει τα ανταγωνιστικά τους προγράμματα.
Ο Γιαν Βέρνερ Μίλερ είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον στις ΗΠΑ